Tuesday, November 14, 2006

Τα απομεινάρια μιας μέρας


Στην πρώτη επίσημη δημοσίευση του παρόντος είχα υποσχεθεί πως ουδέποτε θα προσφύγω στον κινηματογράφο αναζητώντας ευρήματα και ερείσματα για να οικοδομήσω επιχειρήματα και να στολίσω τα κείμενα. Παρέπεμπα, μάλιστα, στο διάλογο του Χ. Μπρούμελ και της Τ. Σπάθη στο «Σκύψε Ευλογημένη» που είναι για τον αισθησιακό κινηματογράφο κάτι σαν τον αποχαιρετισμό των Μπόγκαρντ-Μπέργκμαν στην «Καζαμπλάνκα»: μία σκηνή που κατά βάθος όλοι θέλουν να ζήσουν- εν προκειμένω το βάθος συνθέτει μία ενδιαφέρουσα διάσταση.

Λάθος. Πάμε από την αρχή. Θα το ξεκινήσω παραδοσιακά. Με όλα τα κλισέ, σαν σαλονάκι των 70’ς. Είναι, άλλωστε, ευπρεπέστερο να δείχνεις το γέρο με τον τσιμπούκι, παρά την Τ. Σπάθη. Ο συμβολισμός παραμένει ίδιος. Τακτοποιώντας, που λέτε, το ράφι όπου φυλάσσω κινηματογραφικές ταινίες και παιχνίδια Play Station, η ματιά ξέφυγε προς έναν αγαπημένο τίτλο. Φύσηξα τη σκόνη από το κουτί και με το χέρι χάιδεψα το εξώφυλλο…Όχι…δεν το πάω καλά. Λοιπόν θα πάω στην ουσία.

Για λόγους που φοβάμαι να αναλύσω, η δεύτερη πιο αγαπημένη μου ταινία είναι τα «Απομεινάρια μιας μέρας». Της καταραμένης ημέρας που, μετά από είκοσι χρόνια κοινής επαγγελματικής πορείας, ο Αντονι Χόπκινς αποφασίζει να εξομολογηθεί τον έρωτά του στην Εμα Τόμσον. Ηταν σχεδόν βέβαιος ότι η κυρία θα ανταποκριθεί. Αλλωστε επί είκοσι συναπτά έτη επιδείκνυε με συνέπεια το ενδιαφέρον της. Ο Χόπκινς άρχισε να διασχίζει την Αγγλία του ’50, λίγο μετά το τέλος του πολέμου, διαπιστώνοντας πως ντρέπεται για τη ζωή που έζησε. Την επομένη κατάλαβε πως σε αυτή τη ζωή δεν αξίζει ένα τέλος δίπλα στη μοναδική γυναίκα που ενδιαφέρθηκε γι΄ αυτόν, αλλά και ο ίδιος ερωτεύτηκε. Η Εμα ήταν πλέον παντρεμένη και το μόνο που μπορούσε να προσφέρει στον Αντονι ήταν τσάι και κουλουράκια. Ο Αντονι αποχώρησε περίλυπος, ταπεινωμένος, με τη ψυχή του έδαφος γόνιμο για την καλλιέργεια συμπλεγμάτων και, εν τέλει, άπαντες γνωρίζουμε πως κατέληξε ως Χάνιμπαλ Λέκτερ.

Αποφεύγω να βλέπω την ταινία για προφανείς λόγους. Σου θυμίζει όλα όσα ήθελες να κάνεις και δεν τόλμησες. Είσαι ο Ιούλιος Καίσαρας ενώπιον του Ρουβίκωνα και βάζεις το δάχτυλο στο νερό για να διαπιστώσεις ότι είναι κρύο. Αλλά έχεις ελαφρυντικά. Αν κοιτάξεις πίσω θα δεις ότι δεν σε ακολουθεί στρατός. Στο τέλος, βέβαια, είναι πιθανό να διαβείς το ποτάμι. Αλλά θα είναι αργά. Οπως στην ταινία, τότε δεν θα έχεις τίποτα να χάσεις, εκτός από τις ψευδαισθήσεις σου. Και η ντροπή θα σε στεφανώσει με τον ακάνθινο στέφανο της δειλίας.