Sunday, November 19, 2006

Γιατί;


Από μικρή είχα τη συνήθεια να παρατηρώ τους ανθρώπους και να παρακολουθώ τις συζητήσεις τους. Ήταν η φυγή μου όταν βρισκόμουν κάπου και δεν περνούσα καλά ή βαριόμουν. Αυτό βέβαια δεν μου έβγαινε πάντα σε καλό. Η μητέρα μου έλεγε συχνά, πως είναι δυνατό να θέλω να ακούσω πράγματα που ο άλλος δε θέλει. Και είχε δίκιο. Εγώ όμως, απλά έβρισκα τους πρωταγωνιστές μου και έκανα τις δικές μου ιστορίες…
Όμως, αυτό που θα σας περιγράψω, είναι μία αληθινή ιστορία.
Τέλος πάντων, συνέβη ένα καλοκαιρινό βράδυ με μυρωδιές ανάκατες από γιασεμιά και νυχτολούλουδα. Πώς να αντέξεις να μην ανοίξεις τη μπαλκονόπορτα;
Η ανάγκη μου αυτή με οδήγησε να ακουμπήσω στο κάγκελο και να ακούσω αυτά που έλεγε η γυναίκα του διπλανού διαμερίσματος. Βλέπετε, είχε αφήσει και αυτή ανοικτή την μπαλκονόπορτά της. Είχαμε την ίδια ανάγκη.

Λέει, λοιπόν, η Γυναίκα

Θα φύγω.

Το πήρα απόφαση.

Τι υπομονή να κάνω; Για ποιο λόγο;

Τάχα θ΄αλλάξεις μετά από τόσα χρόνια;

Καημένε μου!

Στο είχα πει από την αρχή…

Μη με βγάζεις από το δρόμου μου…

Ήμουν χορεύτρια και μάλιστα καλή και τα εγκατέλειψα όλα για να σιδερώνω τα ωραία σου πουκάμισα.

Μπορεί να ζήσει μία γυναίκα με ένα άντρα που λείπει συνέχεια;

Μπορεί να ζήσει μία γυναίκα με έναν άντρα που ρωτάει συνέχεια γιατί;

Σου λέω: Στάθη πνίγομαι

Κι εσύ ρωτάς: Γιατί;

Σου λέω: Στάθη δεν αντέχω άλλο έτσι όπως ζούμε. Κάτι πρέπει ν΄αλλάξει.

Κι εσύ ρωτάς: Μα γιατί;

Σου λέω: Στάθη, πρόσεξε, όπως δεν με ρώτησαν τα αισθήματά μου όταν άρχισαν, δεν θα με ρωτήσουν και όταν τελειώσουν, όταν σβήσουν. Ξέρεις καταλαβαίνω όταν κάτι τελειώνει

Κι εσύ με ρώτησες: Γιατί;

Σε παρακάλεσα, πολλές φορές, αν δεν έχεις να πεις τίποτα τουλάχιστον να μην λες αυτό το ανυπόφορο γιατί…

Και τότε εσύ μου είπες και πάλι: Γιατί;

Δεν ξέρω γιατί αλλά ήμουν τότε και τώρα που το σκέφτομαι με το μέρος της. Μα και αυτός τσιμουδιά δεν βγάζει. Τι γίνεται;