Υπάρχουν δύο εκδοχές για την ατονία στις πορείες του Πολυτεχνείου. Σύμφωνα με την πρώτη εκδοχή, η συμμετοχή στην πορεία είναι αντιστρόφως ανάλογη με την εκταμίευση πόρων από το κοινοτικό πλαίσιο στήριξης. Ετσι, όσοι τροφοδοτούσαν ως ζωτική αρτηρία τις παλαιότερες εκδηλώσεις, εντάχθηκαν στο ΠΑΣΟΚ ή στο Συνασπισμό, γεγονός που συνεπάγεται μία καλή σχέση με τα κοινοτικά κονδύλια.
Η δεύτερη εκδοχή είναι πιο απλή: η πορεία συμπίπτει, χρονικά, με τη «Βέρα στο δεξί» και το «Deal».
Αυτό δεν είναι απαραιτήτως κακό. Η αλήθεια είναι δυσάρεστη μόνο όταν την αδικείς ή τη διαστρεβλώνεις. Είναι απολύτως υγιές, είναι ένα κοκκινάδι στο τρυφερό μαγουλάκι της προόδου. Τα σύμβολα που δεν αποσύρονται στην ώρα τους στοιχειώνουν και δυστυχώς αυτό είναι ωφέλιμο μόνο αν κόβεις εισιτήρια στη λίμνη του Λοχ Νες ή στον πύργο του Δράκουλα. Μια χώρα, όμως, δεν έχει τίποτα να εισπράξει.
Πολιτικά και σημειολογικά το Πολυτεχνείο είναι κάτι σαν το τηλεοπτικό «Ντάλας»: στην εποχή του καθήλωνε στον καναπέ, σήμερα το ζάπινγκ θα το αγνοούσε. Εξυπηρέτησε, όμως, το στόχο του. Οι παλαιότερες γενιές είχαν την εθνική αντίσταση, το Γοργοπόταμο, το 114. Οι σημερινοί πενηντάρηδες έχουν το Πολυτεχνείο. Δεν νομίζω ότι μας βγήκε σε καλό, το πληρώσαμε, σε αυτή τη γενιά, με αρκετά περισσότερα από όσα κεφαλαιοποίησε το συγκεκριμένο γεγονός. Και, εδώ που τα λέμε, ευτυχώς που συνέβη και πρόσθεσε λίγο κόκκινο στην ασπρόμαυρη εικόνα μία χώρας που παρακολουθούσε, σχεδόν απαθής, το πάρτι των συνταγματαρχών. Δυστυχώς δεν ήταν Μάης του ’68, ήταν κάτι βαλκανικό, περιορισμένης εμβέλειας. Αλλά μέχρι εκεί. Τιμή και δόξα στους νεκρούς και στους έγκλειστους. Και ένα γενναιόδωρο φάσκελο προς μια ολόκληρη γενιά που γλέντησε τα κατοχικά της σύνδρομα με ρεμπέτικες κομπανίες και ικανοποίησε τη λαιμαργία της με θαλασσοδάνεια και βιοτεχνίες.