Wednesday, September 13, 2006

Ελα ντε...



Ερχεται η ώρα που το κουράγιο σου σηκώνει τα χέρια και πέφτει, όπως ο Αμερικανός στρατιώτης που κάνει την αφίσα να αναρωτιέται: Why?

Αυτό συμβαίνει τη στιγμή που έχεις εξαντληθεί από τα χτυπήματα, είσαι σαν το πυγμάχο στα σχοινιά και μετράς τα δόντια σου που πέφτουν, μαζί με την αμείλικτη πορεία του διαιτητή από το ένα ως το δέκα. Κάπου εκεί πιστεύεις ότι το ξύλο τελείωσε, ο δρόμος προς τα αποδυτήρια μπορεί να ταυτίζεται με την περήφανη διαδρομή προς μία νίκη.

Σκουπίζεις τα αίματα με την πετσέτα, βάζεις τα λόγια των αγαπημένων σου να παγώσουν τις πληγές και αποκαλύπτεις ένα χαμόγελο κάτω από τα δακρυσμένα μάτια σου. Αλλά δεν τελείωσες. Την ώρα που ετοιμάζεσαι να παραδοθείς προς γενική επισκευή, ένας θεατής του αγώνα, ένας άσχετος, ένας παλαίμαχος πυγμάχος, κατεβαίνει στην αρένα και σε αποτελειώνει. Δεν σε δέρνει αρκετά, σχεδόν σε χαϊδεύει. Όμως σου δίνει το τελευταίο χαστούκι, τη χαριστική βολή. Δεν ήξερες ότι υπήρχε στο στάδιο, είχες απολέσει κάθε ίχνος της ανάμνησης του. Αυτός, όμως, σε περίμενε. Όχι αυτοβούλως, κάποια από τις Μοίρες τον είχε στήσει. Κενός όπως είναι, έγινε λακκούβα και έπεσες μέσα. Και δεν πρόλαβες καν να ρωτήσεις: Why?