Μιλώντας με εκλογικούς όρους, το ποσοστό συσπείρωσης των, τριών ή τεσσάρων, αναγνωστών μου φθίνει δραματικά. Αν, μάλιστα, εισάγω την παράμετρο της ορφάνιας, είναι απολύτως βέβαιο, πλέον, ότι δεν με διαβάζει ούτε η μάνα μου. Υποθέτω ότι ουδείς εκ των υπηρετών της δικτυακής γραφής θα επιθυμούσε να τον διαβάζει ειδικά η μάνα του, αλλά εγώ, ούτως ή άλλως, διατυπώνω παράπονα εκ του ασφαλούς.
Υπάρχουν δύο καλοί τρόποι για να συγκεντρώσεις αναγνώστες στο blog σου. Ο ένας είναι να προσφέρεις στους επισκέπτες σου όμορφα κείμενα. Αλλά αυτό είναι υποκειμενικό, πόσο μάλλον όταν, κατά γενική ομολογία, η αισθητική μου κάτι ξέχασε στο δρόμο, έμεινε πίσω και απέφυγε να με ακολουθήσει. Ο δεύτερος τρόπος είναι να παρακαλέσεις φίλους και γνωστούς, που διαθέτουν πετυχημένο blog, να τοποθετήσουν ένα link-δόλωμα προκειμένου να αλιεύσεις και εσύ κάποιον αναγνώστη. Πράγματι, δύο φίλοι το έπραξαν αυτοβούλως, δεν χρειάστηκε καν να διακρίνουν τη θλίψη να βγάζει σπαρακτικά το χέρι από τη λίμνη των βουρκωμένων ματιών μου. Προσωπικά θα το θεωρούσα ηλίθιο να τους ζητήσω κάτι τέτοιο. Αντιμετωπίζω το blog με το ύφος του ασθενούς που προσέρχεται για χημιοθεραπεία: το εγχείρημα είναι θνησιγενές και πολλές φορές, ο ασθενής, αναρωτιέται για ποιο λόγο το κάνει.
Γράφω όλα τα παραπάνω σε μία, αυτονόητη, προσπάθεια προσέλκυσης αναγνωστών. Οσο ανοίγεις τη χαραμάδα, τόσο βελτιώνεις τις πιθανότητες να έρθουν κάποιοι για να κολλήσουν πίσω από την πόρτα. Εδώ, βέβαια, εγείρεται το μέγα ερώτημα: προς τι η ύπαρξη του παρόντος; Δεν γνωρίζω, δεν απαντώ. Δεν προσδοκώ να με ανακαλύψει κάποιος και να μου προτείνει να γράψει στο έντυπό του, δεν θέλω να γίνω διάσημος, δεν έχω καμία διάθεση να μου κάνετε ψυχανάλυση. Επίσης δεν επιθυμώ να κάνω γνωριμίες από το blogging. Εκανα δύο φίλους που φτάνουν για χίλιους. Προφανώς το άνοιξα για να λέω ότι το έκανα και αυτό.