Στις «Επικίνδυνες Αποστολές» ο Τομ Κρουζ φέρει εις πέρας διάφορες εξωφρενικές επιχειρήσεις, αξιοποιώντας την τελευταία λέξη της τεχνολογίας. Κάτι αντίστοιχο πετυχαίνει και ο James Bond στο Casino Royal. Η ευρηματικότητα των σεναριογράφων είναι για κλάματα. Προφανώς ουδείς εξ αυτών έχει πάει με τρία οκτάχρονα και ένα πεντάχρονο στο Allou Fan Park, ημέρα Σάββατο. Δεν είναι, απλώς, μία αποστολή για γερά νεύρα. Είναι μία αποστολή για υπεράνθρωπους που έχουν αίμα ερπετού. Με την ετοιμότητα της κόμπρας και τον αμείλικτο χαρακτήρα του κροκόδειλου. Με την παραλλαγή του χαμαιλέοντα και την επιμονή του πύθωνα. Να το πω αλλιώς: μία ομηρία με τα παλικάρια του Ζαρκάουι στη Βαγδάτη είναι συγκέντρωση κυριών για τσάι σε σχέση με τα τέσσερα παιδάκια στο Allou Fan Park.
Οι οδηγοί σχολικών πρέπει να παίρνουν σύνταξη στα 35 και μετά να αναπαύονται σε πολυτελείς επαύλεις με επαγγελματική ψυχολογική υποστήριξη. Εγώ μετέφερα τέσσερα, οι τύποι μεταφέρουν τριάντα κάθε μέρα. Τους αντιμετωπίζω πλέον όπως τους άνδρες της ΕΜΑΚ: με δέος και σεβασμό. Τα τρία από τα τέσσερα δεν θέλουν ζώνη ασφαλείας. Αν μπορούσαν να διαβάσουν το μυαλό μου θα πάγωναν: τα φαντάζομαι δεμένα με αλυσίδες να τα σέρνω στην άσφαλτο. Αλλά δεν μπορώ να το πω. Το μόνο που δύναμαι να αντιτάξω στην άρνηση τους για ζώνη ασφαλείας, είναι η ματαίωση της επίσκεψης στο λούνα παρκ. «Μην τον ακούτε, τα ίδια λέει πάντα, αλλά δεν το εννοεί» λέει ο γιος μου στα άλλα τρία. Ηταν μία από τις δύο-τρεις στιγμές που έρχονται στη ζωή του άνδρα και του ζητούν να δείξει σθένος και αποφασιστικότητα. Αλλά εγώ έκανα πίσω. Δείλιασα. Γύρισα το κλειδί στο μηχανή. Ημουν ήδη στριμωγμένος στα σχοινιά και τέσσερα μικρά έπαιζαν kick boxing με το κύρος μου.
Μεταφέρω δύο αγοράκια και δύο κοριτσάκια. Το ένα κοριτσάκι έχει φέρει και CD του Σάκη. Φυσικά και ακούμε Σάκη. «Τελικά είναι gay ο Ρουβάς, Γυφτάκι;» ρωτάει το κοριτσάκι. «Μπαμπά τι είναι gay;» ρωτάει ο δικός μου. «Αυτός που πάει με άνδρες» λέει το κοριτσάκι. «Δηλαδή που πάει με τους άνδρες;» Η Ferrari που με προσπέρασε συνέβαλε στον αποπροσανατολισμό της συζήτησης. Αλλά παντού υπάρχει ένα ναρκοπέδιο. «Μπαμπά λέω να ζητήσω από τον Αι Βασίλη την πίστα Hot Wheels με τον καρχαρία…» Όχι τη γαμημένη πίστα! Όχι τη γαμημένη πίστα που πρέπει να τη στήσω! Όχι την καταραμένη πίστα που θα μου φάει μία μέρα και θα ακούω από πάνω ότι είμαι άσχετος!
Πάρκαρα στο Allou Fan Park και οι εντολές μου βγήκαν από το στόμα λοχαγού των Ναζί στο Νταχάου: όποιος απομακρυνθεί περισσότερο από δύο μέτρα, θα κλειδωθεί τις επόμενες τρεις ώρες στο αυτοκίνητο. Χωρίς έλεος, χωρίς οίκτο. Αυτό έπιασε. Πιασμένοι χέρι-χέρι, σαν τις σουλιώτισες, διασχίσαμε το δρόμο και μπήκαμε στο λούνα παρκ. «Οποιος χαθεί θα φάει πολλές κλωτσιές» είπα κατηγορηματικά. «Αφού θα έχουμε χαθεί πως θα μας βρεις για τις κλωτσιές;» είπε το αγοράκι. Δεν του έδωσα σημασία. Τα προέτρεψα να ψηφίσουν που και με ποια σειρά θα ανεβούν. Υπάρχει πλήρης διαφωνία. Προσπαθώ να κατασκευάσω ένα πρόγραμμα το οποίο θα με άφηνε έξω από κάθε παιχνίδι. Δεν γίνεται. Ακολουθώ πειθήνια. Μέχρι το τραινάκι που έχει στρογγυλά βαγόνια τα οποία περιστρέφονται. Και εκεί τα είδα όλα. Να γυρίζουν. Εκλεισα τα μάτια αλλά η ζαλάδα ήταν εκεί, μπροστά μου να χοροπηδάει. Φαντάσου την εικόνα: κατεβαίνεις ζαλισμένος, παραπατάς, θέλεις να καθίσεις, και τέσσερα παιδάκια διασκορπίζονται προς τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Φώναξα το γιο μου. Αυτός ήρθε.
«Ρε θα πεθάνω, το καταλαβαίνεις; Τι θα κάνεις;»
«Θα πω να πάρουν τη μαμά τηλέφωνο…»
Είμαι ένα ράκος, το κύρος μου είναι γόπα στο έδαφος, το μαζεύει ο Αλβανός καθαριστής του Allou. Ευκαιρία να το ανακτήσω. Οσο και αν σας φαίνεται απίστευτο, το Γυφτάκι ανέβηκε στη μπάλα των 6G. Εγώ και ένας νεαρός, αποτυχημένος σπουδαστής της σχολής Ικάρων. Και κατέβηκα μια χαρά, ενώ κατάλαβα γιατί ο φοιτητής κόπηκε από την Ικάρων. Η ισχύς και το κύρος μου είχαν αποκατασταθεί. Περπατούσα πλέον σαν τον Μπρους Γουίλις στο «Αρμαγεδδών» με τα τέσσερα πιτσιρίκια να σχηματίζουν, πίσω μου, τη βεντάλια των υπασπιστών μου. Είμαι, πλέον, αδίστακτος. Σε ένα τρενάκι δεν δέχτηκαν τον πεντάχρονο. Επέσε κάτω μπρούμυτα και έκλαιγε. Δεν θα με ενδιέφερε αν δεν ήμουν αυτός που του είχε πάρει δώρο το μπουφάν της Μπένετον. Τον σήκωσα σα χαρτάκι από το γιακά του μπουφάν. Κανένας δεν μπορούσε πλέον να μου αντισταθεί. Μέχρι που πήγαμε στα Goody’s των Village, στου Ρέντη, για φαγητό. Την ίδια ιδέα με μας είχε και ένα σχολείο από τη Λάρισα. Πάλεψα με 150 αφιονισμένους εφήβους για να εξασφαλίσω τροφή και πορτοκαλάδα για τα τέσσερα δικά μου παιδάκια. Τα κατάφερα χάρη στις καλές δημόσιες σχέσεις. Μιλούσα στην πωλήτρια με το μικρό της όνομα, εξέφραζα το θαυμασμό μου για τα νεύρα της, ενθάρρυνα τις προσπάθειες της για να μας εξυπηρετήσει όλους. Ετσι, μετά από 35 λεπτά αναμονής, κατάφερα να έχω μπροστά μου τους πέντε δίσκους. Τώρα έπρεπε να τους μεταφέρω στο τραπέζι. Διόλου δύσκολο αν έχεις δει τον Indiana Jones στη ζούγκλα του Αμαζονίου. Εκεί, λοιπόν, την ώρα που μεταφέρω δίσκους, καταλαβαίνω ότι έχω αναπτύξει ένα ένστικτο που επιτρέπει στην πληροφορία να φεύγει αστραπιαία από τα μάτια και στο δρόμο, μέχρι τη συνείδηση, να γνωρίζει ποιο από τα ζεύγη μπαμπά-παιδιού που βλέπω γύρω μου, έχει προκύψει από κάποιο διαζύγιο. Τον είδα τον «μαλάκα», τον κατάλαβα. Τρία τραπέζια πιο πέρα. Με την κόρη του. Αμήχανος και απελπισμένος. Αλλά αυτός έχει θέση σε άλλη δημοσίευση, όχι σε αυτή.