Τη στιγμή που, για πρώτη φορά, νοσταλγείς το στρατό και τη θητεία σου, ο κούκος στο ρολόι θρηνεί για την πρώτη άσπρη τρίχα στα μαλλιά σου ή, ακόμα χειρότερα, για την τελευταία που σε εγκατέλειψε ακολουθώντας χιλιάδες άλλες. Εντάξει, δεν σου λείπει ο στρατός, αλλά το σφρίγος που του δάνεισες για κάποιους μήνες. Πονάς για την απώλεια της ανεμελιάς, την απουσία εκείνης της προστατευτικής αφέλειας που σου έκρυβε την ηλιθιότητα της υπόθεσης. Αν έχεις υπηρετήσει σε νεαρή ηλικία, τότε είκοσι χρόνια μετά την κατάταξη μπορείς να ανακατεύεις τη θητεία σου με συστατικά από παιδικό παιχνίδι και εφηβικό χαβαλέ. Αν έχεις υπηρετήσει μεγαλύτερος φαντάζομαι πως είναι αλλιώς. Εγώ ντύθηκα στα 20, ήμουν φοιτητής, για να προλάβω την αλλαγή του νόμου που τροποποιούσε τον προσδιορισμό του «προστάτη οικογενείας». Υπηρέτησα 12 μήνες, ενώ οι «σειρές» μου έμειναν μέσα για 21.
Ηταν μία αστεία εποχή, στη δεύτερη θητεία ΠΑΣΟΚ. Μας ενημέρωσαν πως καταργείται το «λαμβάνω την τιμή να αναφέρω» και αντικαθίσταται με το «αναφέρω κύριε διοικητά». Από τους θαλάμους αποκαθηλώθηκαν οι στίχοι του εμβατηρίου «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει». Τότε έμαθα πως είχε ως αναφορά τον εμφύλιο, πως «των εχθρών τα φουσάτα που πέρασαν σαν τον λίβα που καίει τα σπαρτά» έκρυβε υπαινιγμό για τους κομμουνιστές. Η στολή εξόδου δεν ήταν πλέον υποχρεωτική για να βγεις από την πύλη, μπορούσες να φύγεις και με πολιτικά. Στο Κιλκίς, όπου υπηρετούσα, ερχόταν ο στρατηγός Σπυριούνης και μας μιλούσε «για τον εκδημοκρατισμό του στρατεύματος από την κυβέρνηση της Αλλαγής.» Η εποχή δεν ήταν μόνο αστεία, ήταν γελοία και αμήχανη. Οι αξιωματικοί είχαν μπει στην Ευελπίδων επί χούντας και τώρα έπρεπε να ανεχθούν την ανάγνωση της «Αυριανής» στο θάλαμο. Οταν κατετάγη ο λοχαγός μου έκαναν βολές σε ομοιώματα που παρίσταναν Βούλγαρους και κομμουνιστές. Εμείς ρίχναμε εναντίον Τούρκων. Το μόνο που με ενόχλησε ήταν όταν εκλήθην, ως οδηγός, να κατέβω με το Στάγιερ στη Θεσσαλονίκη, για να κάνω δρομολόγια, απέναντι στην απεργία των οδηγών του ΟΑΣΘ. Αλλά ήμουν τόσο ΠΑΣΟΚ, που ένα πρωτοσέλιδο της «Αυριανής» για τους «εχθρούς της Αλλαγής» με έπεισε. Ηταν μία θητεία χωρίς καψόνια, χωρίς τιμωρίες και με μία φυλάκιση είκοσι ημερών (για επικίνδυνη οδήγηση) που σβήστηκε από τον διοικητή μου.
Περιέργως δεν αισθάνομαι καμία οργή για τους τύπους που κατάφεραν να μην υπηρετήσουν. Μου είναι αδιάφορο. Ισως και εγώ, αν είχα κάτι καλύτερο να κάνω, να απέφευγα την κατάταξη. Ισως, τελικά, να προέρχομαι από αυτό το συνηθισμένο κράμα ηλιθιότητας, αφέλειας και πειθαρχίας που οπλίζει στρατούς και μαντρώνει συνειδήσεις σε θαλάμους. Μερικές φορές αισθάνομαι τύψεις επειδή σήμερα θεωρώ ενδιαφέρουσα εμπειρία τη σκοπιά στο κρύο ή τη διανυκτέρευση σε σκηνή υπό καταρρακτώδη βροχή. Πράγματι, δεν σου προσφέρει τίποτα εκτός από ταλαιπωρία. Ο στρατός είναι χαμένος χρόνος σε ένα πάρτι ηλιθίων. Αν υπηρετούσα πέντε χρόνια αργότερα θα προτιμούσα να κρεμαστώ από τη σημαία παρά να χτυπάω προσοχή μπροστά σε ένα μαλάκα με αστέρια στους ώμους. Ελα όμως που κρατώ εκείνον το χρόνο ως πολύτιμη ανάμνηση. Δύο πράγματα μπορεί να σημαίνει αυτό: ή γέρασα αρκετά ή δεν μεγάλωσα καθόλου.