Thursday, January 18, 2007

Missing...



Μου αρέσει πολύ το μετρό.

Φροντίζω να επιλέγω την καθαριότητα και την ευπρέπεια της κόκκινης ή της μπλε γραμμής απ’ ότι την πράσινη του ηλεκτρικού σιδηρόδρομου. Παρίσι – Βαγδάτη με μια κυλιόμενη σκάλα.
Δύο κόσμοι άλλοι. Δε με ενοχλεί τίποτα άλλο τελικά όσο αυτή η αδιόρατης προέλευσης μυρωδιά που λες κι έχει ποτίσει εκεί απ’ όπου περνάει η πράσινη ράγα. Βέβαια ανήκω σε μια αχαρακτήριστη ομάδα ανθρώπων που δέχεται τις ευλογίες του κέντρου της Αθήνας... ευλογία με την απόλυτα πραγματική έννοια του όρου. Χωρίς δηθενιές. Ευλογία συναισθηματική, αλχημική, ανεξήγητη με πολλή δόση ανασφάλειας όπως επιβάλεται. Μάλλον κάθε φορά που κολλάει με κάτι το κεφάλι μου, νομίζω πως με το δύωρο περπάτημα της κάθαρσης θα φύγει.

Κι ως εκ θαύματος ξεκουμπίζεται. Ευγενώς. Δεν αφήνει κενό. Όχι. Αφήνει στη θέση του μια νέα εικόνα. Γεννά λέξεις. Πράγματα για οποία εύχεσαι να μπορούσες να μιλήσεις χωρίς κουβέντες. Να τα δώσεις αλλιώς. Αλλά γυρνάς εκεί που νιώθεις ασφάλεια, στις λέξεις. Όπως γυρνάς ξανά στην Αθηνάς, στην Κραναού, στη Σταδίου, στην Ερμού, στη Χαλκοκονδύλη, στην Σολωμού, στην Ευριπίδου, στη Σόλωνος, στην Τρικούπη, στην Πανεπιστημίου.
Μετά κατεβαίνεις σκάλες, απαθής, ο μηχανισμός ελαφρά ασθμαίνων, σε κατεβάζει. Απλά αγγίζεις το καουτσούκ με το χέρι να τσουλάει πάνω του, από ευπρέπεια, επίσης, προς την κουπαστή της νέας τεχνολογίας. Τα αρχαία στις προθήκες, σου βγάζουν κοροϊδευτικά τη γλώσσα, συζητούν μεταξύ τους για τόσα άλλα που ακόμη παραμένουν ασφαλή στα έγκατα,που τη γλύτωσαν κι από βιτρίνες κρατικές κι από πορνείες αστικές.
Μια κυριά κλείνει τη δίοδο με σακούλες του Zara. Μικρή ζήλεια. Κι εγώ θέλω ψώνια. Σφηνωμένη στο κεφαλόσκαλο κροταλίζει μια άλλη σακούλα, του Ελευθερουδάκη. Δεν ξέρει κανείς αν την εγκατέλειψε βιβλίο ή καλούδια κάποιου άστεγου...
Χαζή! Που πάω χωρίς εισιτήριο; Πίσω πάλι. Ένα ηχείο κλαψουρίζει σαν γατί με φαρυγγίτιδα. Χάλασε μάλλον. Η κοπέλα πίσω από το guichet, εξηγεί σε ένα ζευγάρι Ιαπώνων –μάλλον- διάφορα σε Αγγλικέζικα. Είναι πολύ έντονα βαμμένη. Κάνω να πάω στα μηχανήματα έκδοσης παραπλεύρως, ισιώνω το χαρονόμισμα. Ρατσιστής το μηχάνημα. Δε γουστάρει τα τσαλακωμένα.

Σφήνα από δεξιά, αντικανονική και για πεζούς ακόμη, δυο πιτσιρίκες με το μαλλί στυλ I just got laid and got out, μυριάδες τσιμπιδάκια, γελάνε. Τις ευχαριστιέμαι. Αναρωτιέμαι πως το κάνουν αυτό το μαλλί, μου αρέσει κατά βάθος αλλά τα 30 μου χρόνια είναι η 12ετής διαφορά αυτής της coup. Στα χέρια τους σακούλες Zara. Φτου σου πούστη! Θέλω κι εγώ. Το είπαμε. Αποφασίζω να γυρίσω πίσω να πάω: Zara - ΜαγαΖάρα...
Στα παιδικά θα πάω, λέω. Στην παραμύθα με έχω. Ποια παιδικά, αφού έχω στο μάτι ένα παλτό. Κοντοστέκομαι. Η κοπέλα συνεχίζει με τους Ιάπωνες. Κι όμως κανείς δεν τους διακόπτει. Δεν υπάρχει ουρά. Πάω προς τις σκάλες. Θα κατέβω τη Σταδίου λέω.



Περνάω δίπλα από τον πίνακα ανακοινώσεων. Συνέχεια περνάω από κει. Τις έχω ξανακοιτάξει τις αφίσες. Ποτέ δεν τις έχω δει. 4 αφίσες. 4 παιδιά που έχουν εξαφανιστεί. Τρία ονόματα ξενικά, ένα Ελληνικό. Θυμάμαι μόνο ότι το ένα κοριτσάκι το έλεγαν Ζωή.
Σκατά ζωή, ποιος ξέρει καν αν ζει. Αν δε του πούλησαν το συκώτι λες και είναι αρνίσια συκωταριά.
Ταρίφα. Φτου σου πούστη, ξανά!
Ενοχλούμαι, από τη σκέψη μου, από τους φόβους που νιώθω. Στέκομαι εκεί στον πίνακα ανακοινώσεων.
Ούτε μπρος ούτε πίσω, εκεί. Κοιτάω το πλακάκι. Μιά το πλακάκι, μία τα παπούτσια μου, μία τον πίνακα. Σκατά. Τσουνάμι από φόβους στο κεφάλι μου. όταν ήμουν μικρή φοβόμουν μη χαθώ από τη μαμά μου.
Δε θέλω να μπω στη θέση των γονιών τους. Με νοιάζει αλλά δε θέλω. Δεν ξέρω καν τι να ευχηθώ. Ξενερώνω με το μετρό. Θέλω ν’ ανέβω πάνω. Σκέφτομαι μία τη Ζωή, μία τη δική μου την κόρη, μία τη μία, μία την άλλη.
Προσπαθώ να πείσω τον εαυτό μου ότι αυτά πάντα συνέβαιναν, απλά δεν είχαμε μετρό τότε.
Σκατά. Τίποτα δεν πιστεύω. Ούτε τα λόγια μου. Σκατά.
Κατέβηκα τελικά την Πανεπιστημίου. Στην Ομόνοια. Έκατσα σ’ αυτό το αρχιτεκτονικό εύρημα που λέγεται πλατεία. Να’ χα ένα κωλοτσίγαρο. Τώρα κατάλαβα αυτούς που καπνίζουν. Φαντάσου,μη καπνίστρια.