Wednesday, April 18, 2007

Νούμερο 39, παρακαλώ!

Ένα άντρας μπαίνει, σ’ ένα κατάστημα υποδημάτων. Ο υπάλληλος τον πλησιάζει και τον ρώτα τι θα ήθελε.

Άντρας: Θα ήθελα ένα ζευγάρι μαύρα παπούτσια σαν εκείνα στη βιτρίνα.
Υπάλληλος: Βεβαίως. Τι νούμερο φοράτε; Από ότι βλέπω μάλλον 41!
Άντρας: Όχι, θέλω 39…
Υπάλληλος: Συγνώμη, κύριε. Πάνε είκοσι χρόνια που κάνω αυτή τη δουλειά. Το νούμερο σας είναι μάλλον 41.
Άντρας: Όχι, θέλω 39…
Υπάλληλος: Συγνώμη, αλλά θα σας μετρήσω το πόδι σας.

Ο υπάλληλος βγάζει ένα περίεργο εργαλείο μέτρησης του ποδιού και με ικανοποίηση δηλώνει:

Υπάλληλος: Βλέπετε; Όπως σας το έλεγα, φοράτε νούμερο 41!
Άντρας: Δε μου λέτε κύριε, εσείς θα πληρώσετε τα παπούτσια ή εγώ;
Υπάλληλος: Εσείς
Άντρας: Τότε, μπορείτε να μου φέρετε το 39, σας παρακαλώ;

Ο Υπάλληλος, έκπληκτος αλλά συμβιβασμένος, πάει να φέρει το νούμερο 39. Σκέφτεται ότι μάλλον τα παπούτσια δεν είναι για τον ίδιο, αλλά θέλει να τα κάνει δώρο.

Υπάλληλος: Ορίστε, κύριε, μαύρο χρώμα, 39 νούμερο.
Άντρας: Μου δίνετε το κόκαλο;
Υπάλληλος: (με έκπληξη) για εσάς είναι τελικά;
Άντρας: (ελαφρός αγανακτισμένος) Μου δίνεται το κόκαλο, τελικά;

Ύστερα από πολλή προσπάθεια και γελοίες γκριμάτσες, ο άντρας καταφέρνει να χώσει τα πόδια του στα παπούτσια. Με μορφασμούς πόνου κάνει μερικά βήματα.

Άντρας: Ωραία, θα τα πάρω

Ο πωλητής και μόνο που σκέφτεται τα δάχτυλα του άντρα στριμωγμένα μέσα σ΄αυτά τα παπούτσια, νιώθει να πονάνε τα δικά του πόδια.

Άντρας: Παρακαλώ, μην τα βάλετε σε σακούλα θα τα φορέσω…

Ο άντρας βγαίνει από το κατάστημα και περπατάει, όπως όπως, προς την τράπεζα. Είναι υπάλληλος στο ταμείο
Στις τέσσερις το απόγευμα, ύστερα από έξι ώρες και βάλε όρθιος μέσα σε κείνα τα παπούτσια, το πρόσωπό του είναι παραμορφωμένο, τα μάτια του κόκκινα και δάκρυα αναβλύζουν στις άκρες των ματιών του.
Ο συνάδερφός του στο διπλανό ταμείο τον παρακολουθεί όλο το απόγευμα και ανησυχεί
.

Συνάδερφος: Μα τι έχεις; Δεν αισθάνεσαι καλά;
Άντρας: Μην ανησυχείς, είναι τα παπούτσια…Με σφίγγουν
Συνάδερφος: Είναι καινούργια;
Άντρας: Όχι, είναι δύο νούμερα μικρότερα από αυτά που φοράω
Συνάδερφος: Δεν σε καταλαβαίνω. Δεν σε πονάνε τα πόδια σου;
Άντρας: Μ΄έχουν πεθάνει…
Συνάδερφος: Τότε;
Άντρας: Εγώ στη ζωή μου δεν έχω μεγάλες απολαύσεις. Στην πραγματικότητα, τον τελευταίο καιρό, οι ευχάριστες στιγμές μου είναι ελάχιστες.
Συνάδερφος: Και λοιπόν;
Άντρας: Μ’ αυτά τα παπούτσια υποφέρω. Πονάω φρικτά, είναι αλήθεια… Όμως, σε λίγες ώρες όταν θα πάω σπίτι μου και τα βγάλω… Φαντάζεσαι τι ηδονή θα νιώσω; Απόλαυση, αδερφέ μου, απόλαυση!

Μια ιστορία από το βιβλίο, με αρκετή μυθοπλασία από εμένα,
«Να σου πω μια ιστορία» του Χορχε Μπουκάι, εκδ. Opera