Thursday, April 05, 2007

Tα κόκκινα παπούτσια


Τι να είναι άραγε η ανάμνηση; Το «τώρα» που παραμερίζει ιπποτικά για να έρθει μπροστά μια σκονισμένη ιστορία; Μπορεί… Κάποιοι δεν συμφωνούν με τις αναμνήσεις, λένε ότι πρέπει να ζούμε το εδώ και το τώρα, αλλά αυτό θα το συζητήσουμε μία άλλη φορά. Θα σας πω λοιπόν μια ιστορία, για τα πρώτα μου κόκκινα παπούτσια.

Κόντευε Μεγάλη Εβδομάδα και η νονά μου ήρθε από το σπίτι για να μου φέρει τα πασχαλινά μου δώρα. Προς μεγάλη μου απογοήτευση είδα ότι δεν είχε φέρει παπούτσια. Γρήγορα όμως μου είπε ότι ήθελε να πάμε παρέα και ν΄αγοράσουμε παπούτσια. Για έναν ανεξήγητο λόγο ήθελα τα παπούτσια να έχουν χρώμα κόκκινο. Ίσως γιατί ο παιδικός μου φίλος Γιάννης φορούσε κάτι κόκκινα μποτάκια που εγώ πολύ τα είχα ζηλέψει.

Αν με ρωτούσε κανείς, από πού περάσαμε… ε, θα έλεγα από κάτι κόκκινα παπούτσια, τι μαγαζιά συναντήσαμε… εγώ πάλι θα έλεγα κόκκινα παπούτσια.

Ίσως η νονά μου είχε νιώσει, στη διαδρομή, την αφηρημάδα μου γι΄αυτό και ήταν απερίγραπτο το πόσο σφιχτά μου κρατούσε το χέρι. Ήταν ευχάριστο όμως αυτό το σφίξιμο.

Στο πρώτο μαγαζί που πήγαμε, η υπάλληλος μου έδειξε κάτι άσπρα παπούτσια με λουλουδάκια. Γρήγορα είπα, ότι το σιχαίνομαι το άσπρο χρώμα και, μεταξύ μας, και τα λουλουδάκια. Εκείνη μου απάντησε ότι τα παπούτσια αυτά θα είναι αθάνατα, και εγώ της είπα ότι δεν θέλω αθάνατα, αλλά κόκκινα παπούτσια…

Είχαμε πάνω από μία ώρα που δοκίμαζα παπούτσια. Πολύχρωμα, χαρωπά, ανθισμένα. Τα πόδια μου γεύονταν το «καινούργιο» και το «αλλιώτικο», δοκιμάζοντας και απορρίπτοντας ό,τι δεν τους αρέσει. Η νονά μου και η υπάλληλος είχαν κυριολεκτικά γονατίσει μπροστά στα πόδια μου, προσπαθώντας να εντοπίσουν πού βρίσκεται πραγματικά το μεγάλο μου δάχτυλο – στη δικαιολογία ότι με στενεύει – και που βρίσκεται το ψέμα, δηλαδή η αλήθεια.

Κι άξαφνα, μέσα σ΄ένα κουτί παρατημένο, κάνει τη μοιραία εμφάνισή του ένα ζευγάρι κόκκινα μποτάκια, σαν του Γιάννη. Η καρδιά μου άρχισε να χτυπά γοργά. Έφυγα χαρούμενη από το μαγαζί, έχοντας αποκτήσει τα πολυπόθητα κόκκινα μποτάκια! Και η νονά μου, γιατί τα βασανιστήρια της είχαν επιτέλους τελειώσει.

Σ’ αυτό τον κεντρικό δρόμο, που πριν γκρίνιαζα ότι βρωμάει καυσαέριο, τώρα όλα ευωδίαζαν….

ΚΑΛΗ ΑΝΑ(σ)ΤΑΣΗ ΣΕ ΟΛΟΥΣ…..