Μπήκα στην Tate Modern με τον τρόπο που ο Αβραμόπουλος επισκέπτεται νοσοκομεία: εντελώς άσχετος με το θέμα, πλην όμως υποχρεωμένος στην επίδειξη ενδιαφέροντος και στοιχειώδους γνώσης. Εστειλα ένα SMS στη Λούκι, προσδοκώντας, χαιρέκακα ομολογώ, να πάρω και λίγη ζήλια μαζί με το delivery report, σήκωσα το κεφάλι ψηλά, είδα τις τεράστιες τσουλήθρες και ρώτησα το συνοδό μου αν αυτό είναι τέχνη ή χαβαλές. «Μα και ο χαβαλές, όταν διατυπώνεται με τον κατάλληλο τρόπο, αποτελεί τέχνη» μου απάντησε. Εκανα τσουλήθρα με κάτι δεκάχρονα και έτρεξα να βρω, παιδί και εγώ πια, το συνοδό μου, έναν άνθρωπο που γνωρίζει την Tate όπως εγώ το σπίτι μου.
«Ξέρεις, Γυφτάκι, ποιος είναι ο μοναδικός Ελληνας που έχει μπει στην Tate;»
«Δεν είμαι εγώ, ε δάσκαλε; Θα έχουν έρθει και άλλοι νωρίτερα...»
Οχι δεν είμαι. Ούτε θα σας πω, το αφήνω ως quiz για να κάνω την περιήγηση περισσότερο ενδιαφέρουσα. Δεν ξέρω γιατί, αλλά τώρα που γράφω αυτό, τα δάχτυλα μου σκαλώνουν σε ένα πλέγμα αμηχανίας, δεν κινούμαι άνετα ανάμεσα στις προσλαμβάνουσες εικόνες, φοβάμαι μη ρίξω κανέναν πίνακα, μην κάνω καμιά ανεπανόρθωτη ζημιά. Είμαι, όμως, και τυχερός. Στην πρώτη αίθουσα που μπήκα μαζί το δάσκαλο επέδειξα τα πνευματικά μου κάλλη σαν παγόνι. Σημάδευα με το δάχτυλο και πυροβολούσα με τις λέξεις όπως ο Κλιντ Ιστγουντ στα western: Πόλοκ. Μαγκρίτ. Πικάσο. Από μακριά και με χαρακτηριστική άνεση. Ο δάσκαλος έμεινε ατάραχος. Με τράβηξε στο κέντρο της αίθουσας και πέταξε την πρόκληση στα μούτρα:
«Θέλω να μου δείξεις τον Νταλί εδώ μέσα...»
«Εχει πολύ κόσμο, που να ξέρω ποιος είναι;»
«Στα εκθέματα, ανόητο Γυφτάκι...»
«Κοίτα δάσκαλε δεν ξέρω από Νταλί, ποτέ δεν εκτιμούσα αυτήν την εκκεντρικότητα που αφαιρεί από την τέχνη το συμβατικό, την καθιστά απρόσιτη και ελιτίστικη. Αντίθετα θα σου έλεγα πως με έλκει ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός που...»
«Δείξε μου τον Νταλί ρε μαλάκα!»
«Δεν μπορώ, δάσκαλε...»
Ηταν ένα τηλέφωνο με έναν αστακό στο ακουστικό. Εχω κάνει και εγώ το ίδιο έργο, αλλά με δαχτυλιές. Δεν είμαι, όμως, Νταλί. Ο δάσκαλος μου λέει πως πρόκειται για πολύ αισθησιακό έργο. Εγώ αντέτεινα πως ο καλλιτέχνης ήθελε να δείξει ότι έχει ακριβό λογαριασμό τηλεφώνου, του κοστίζει όσο και ο αστακός. Παρέδωσα πάλι τα ηνία στο δάσκαλο που μου είπε πως πρέπει να βλέπω τα έργα και τα ρεύματα (δεν έχει, πάντως, παράθυρα η Tate) ως κομμάτια της εποχής τους, ως κιβωτούς καινοτομίας. «Αν δεν υπήρχαν αυτοί οι τύποι, Γυφτάκι, ακόμα Παναγίες θα ζωγραφίζαμε...» Εγώ τον ρώτησα γιατί είναι τέχνη να προβάλλεις έναν διακόπτη στον τοίχο, να κρεμάς σίδερα από το ταβάνι, να κάνεις τρύπες στο πάτωμα. Του είπα πως προτιμώ το αντίστοιχο μουσείο της Νέας Υόρκης. Μου απάντησε πως η προτίμησή μου για το ΜΟΜΑ δείχνει τη ροπή μου προς το εύπεπτο, πως αν δεν μπορώ να δω την τέχνη στη δημιουργία, τότε δεν μπορώ να κοιτάξω τον εαυτό μου, δεν τον έχω απελευθερώσει από συμβάσεις και παρωπίδες. Πήγα πάλι για τσουλήθρα. Ο δάσκαλος παρατήρησε ότι αυτά δεν είναι σοβαρά πράγματα. Του χαμογέλασα πονηρά.