Friday, May 18, 2007

Gourmet

Η ειρωνεία γλίστρησε σαν φίδι από τα χείλη της Λούκι: «Μήπως θα ήθελες, τελικά, να δειπνήσουμε στα Friday's που είναι περισσότερο του γούστου σου;» Πράγματι ήθελα, αλλά δεν τολμούσα να το παραδεχθώ. Κακώς, είναι στιγμές που ο όλεθρος ανθίζει επάνω σε ένα φαινομενικά ανώδυνο δισταγμό. Ρωτήστε και τον Ρόμελ που το ξανασκέφτηκε πριν αμολήσει τα τεθωρακισμένα στην έρημο. Καλύτερα να φας στα Friday's, είναι σίγουρο. Αλλιώς υπάρχει η περίπτωση να δεις την πραγματική Παρασκευή να ανατέλλει μπροστά σου και εσύ, όντας ξάγρυπνος, καρτερείς το ρέψιμο σαν χάδι γυναίκας που ποθείς.

«Μα τι είναι αυτά που λες, αγαπητή μου, ασφαλώς και θα δειπνήσουμε στο εστιατόριο που επέλεξες, αφού μάλιστα γνωρίζεις και τους ιδιοκτήτες...»

Οι ιδιοκτήτες, όμως, έχουν ένα πρόβλημα για το οποίο δεν έχουν λάβει γνώση. Με τον σεφ τους διατηρούν την ίδια σχέση που διατηρεί και η Γιάννα με το στυλίστα της: οι υπάλληλοι, κατά βάθος, μισούν το αφεντικό τους. Θα το πω ωμά, σαν το δείπνο μας: το φαγητό ήταν άθλιο. Η Λούκι πήρε μία σαλάτα με βασιλικό την οποία, κατά δήλωση της, απόλαυσε. Προφανώς την ώρα που αυτή έτρωγε το βασιλικό, εγώ κατάπινα τη γλάστρα. Θέλετε να μάθετε για το κυρίως πιάτο; Οπως ήταν αναμενόμενο, δεν καταφέραμε να τελειώσουμε μαζί-το φαγητό, εννοείται. Στην πρώτη πιρουνιά σκέφτηκα να πάω στην κουζίνα και να ρωτήσω αν εργάζεται ως σεφ ο Λευτέρης, ο μάγειρας του κέντρου νεοσυλλέκτων στην Κόρινθο. Θα πίναμε, τουλάχιστον, μία Amstel και θα θυμόμασταν το Σεπτέμβρη του '87, όταν εκείνος μαγείρευε και εγώ πρόσθετα στο καζάνι ροχάλες. Η Λούκι, όμως, η gourmet Λούκι, η Λούκι που λοιδορούσε τον απαίδευτο ουρανίσκο μου, με ενημέρωσε πως ο σεφ είναι από κάποιο εξωτικό μέρος της πατρίδας μας. Μην είναι από το Μαλανδρίνο; Την Αλικαρνασσό; Ε, αν δεν είναι από αυτά τα δύο σωφρονιστικά καταστήματα, θα έχει περάσει από τις αγροτικές φυλακές της Κασσάνδρας. Και ακόμα χειρότερο: μήπως τα λαχανικά τα έχει φυτέψει ο Ντάστιν Χόφμαν περιμένοντας τον Πεταλούδα σε εκείνο το ερημικό νησάκι; Αρχισα να παραληρώ. Το κρασί ήταν λευκό και δροσερό, αλλά ανήμπορο να σβήσει τη φλόγα στο στομάχι μου. Δεν τα κατάφερε ούτε η σόδα. Οταν έφεραν το λογαριασμό αισθάνθηκα ότι για πρώτη φορά στη ζωή μου πληρώνω σε εστιατόριο προκειμένου να πάρουν το πιάτο από μπροστά μου.

Στο δρόμο της επιστροφής γκρίνιαξα. Η Λούκι είχε το θράσος να πει: «ρε γαμώτο τώρα που το λες και μένα κάπως μου έκατσε το φαγητό...» Φυσικά και την πήγα μέχρι το σπίτι της, ακόμα και μετά από αυτό που είπε. Είμαι ένας gentleman με απαίδευτο ουρανίσκο...