Χθες μιλούσα στο τηλέφωνο, αρκετή ώρα με τον 20χρονο ανιψιό μου. Είχε εκνευριστεί με τα mail που είχε λάβει σχετικά με τις πυρκαγιές και την «απαίτηση – παράκληση» για κινητοποίηση. Ο ίδιος, σχετικά πρόσφατα, έγινε εξώφυλλο σε γνωστή καθημερινή εφημερίδα όταν συμμετείχε στα πανεκπαιδευτικά συλλαλητήρια στην Αθήνα και ξυλοκοπήθηκε. Όμως, γνωρίζει πολύ καλά ότι όλα αυτά είναι σκευάσματα κάποιων ώστε πραγματικά να μας αποπροσατολίσουν από την αλήθεια ή ακόμα καλύτερα να μας κάνουν να νιώσουμε πως είμαστε πραγματικά ελεύθεροι. Τώρα ποια είναι αυτή η αλήθεια και τι σημαίνει ελεύθερος, μεγάλα παιδιά είστε ψάξτε το μόνοι σας. Θα ήθελα να μεταφέρω πραγματικά τη συνομιλία μας, αλλά μου είναι αδύνατον, έτσι θα σας μεταφέρω έναν άλλο διάλογο, ο οποίος έχει υποστεί την πολύ ελεύθερη απόδοσή από εμένα και προέρχεται από το βιβλίο «Συνομιλίες φυγάδων», του Bertold Brecht.
………………………………………………………………………………………………………
Κ: Η Χ είναι μία χώρα που φημίζεται για το ότι οι κάτοικοι της είναι πραγματικά ελεύθεροι.
Ζ: Ήμουν εκεί και δεν αισθάνθηκα και τόσο ελεύθερος!
Κ: Θα πρέπει να ήσουν τουρίστας. Μα είναι δυνατόν, έχει τα ωραιότερα βουνά του κόσμου, με την πιο όμορφη θέα, που σημαίνει ότι πουθενά δεν αισθάνεσαι πιο ελεύθερος.
Ζ: Μα οι ίδιοι οι κάτοικοι της χώρας Χ δεν ανεβαίνουν ποτέ εκεί πάνω, εκτός και αν είναι οδηγοί ορειβατών και τότε δεν είναι ελεύθεροι, γιατί πρέπει να κουβαλάνε τους τουρίστες από δω κι από κει.
Κ: Η ιστορική δίψα της Χ προέρχεται από το ότι η χώρα δεν ευνοείται γεωγραφικά. Συνορεύει από παντού με υπερδυνάμεις, οι οποίες αρέσκονται στις κατακτήσεις.
Ζ: Αν θέλετε πραγματικά τη γνώμη μου, μακριά από οποιαδήποτε χώρα στην οποία υπάρχει μεγάλη δίψα για ελευθερία. Είναι ύποπτο να γίνεται λόγος για ελευθερία. Για να μιλήσει κάποιος για ελευθερία, σημαίνει ότι τον χτυπάει το παπούτσι του.
Κ: Ναι, αλήθεια είναι αυτό. Σπάνια θα ακούσουμε ανθρώπους με καλά παπούτσια να λένε συνεχώς πόσο ελαφριά είναι, ότι δεν τους στενεύουν και ότι δεν έχουν κάλους και ούτε θα άντεχαν να έχουν.
Ζ: Είναι μια χώρα όπου ο πατριωτισμός φαίνεται να εφαρμόζεται σαν ελάττωμα και όχι ως αρετή.
K: Χα, είχα μια φιλενάδα, κάθε τέταρτο με ρωτούσε αν την αγαπώ. Κάθε φορά που κοιμόμουν μαζί της, έλεγε ότι την αγαπώ μόνο για το κρεβάτι, και όποτε την άκουγα προσεκτικά, έλεγε ότι αν ήταν μουγκή, δεν θα μου άρεσε πια. Ήταν κουραστικό.
Ζ: Ξέρεις, λένε ότι η αγάπη για την πατρίδα, έρχεται αμέσως μετά από την αγάπη για το φαγητό. Και άκουσα ότι αυτή είναι εκεί, περισσότερο ανεπτυγμένη από οπουδήποτε αλλού. Αλλά το χειρότερο είναι, ότι σπάνια αφήνουν τους ανθρώπους να είναι πατριώτες. Η αγάπη για την πατρίδα κλονίζεται μόνο από το ότι δεν υπάρχει πραγματική επιλογή. Είναι σαν να σου λένε ν΄ αγαπάς αυτή που παντρεύεσαι και όχι να παντρεύεσαι αυτή που αγαπάς.
Κ: Είναι μια κυνική και λίγο αβάσιμη άποψη, αλλά μου αρέσει.
Δηλαδή, αγαπάμε αυτό για το οποίο έχουμε χύσει ιδρώτα;
Κ: Όχι εγώ. Όταν φαντάζομαι σε τι χώρα θα ήθελα να ζω, διαλέγω μία, όπου θα αρκούσε να μουρμουρίσει κάποιος, κάποια στιγμή αφηρημένος, «ωραίο αυτό το μέρος» και θα του έκαναν κατευθείαν το μνημείο ως πατριώτη. Και αυτό γιατί, επειδή σε αυτή τη χώρα τα λόγια θα έρχονταν απροσδόκητα, έτσι ώστε να κάνουν εντύπωση και να εκτιμηθούν πραγματικά.
Φυσικά και σε αυτόν που δε θα μουρμουρίσει τίποτα θα πρέπει να στήσουν μνημείο και μάλιστα, επειδή δεν είπε τίποτα το περιττό.