Γυρίζουμε. Αν δεν ήταν η Λούκι θα έκανα πως ξέχασα τη διεύθυνση, πως τη φύλαξα σε μία τρύπια τσέπη και την έχασα. Κοίταζα τα στατιστικά του καλοκαιριού και κατάλαβα πως δίνουμε παράσταση σε ερασιτεχνική σκηνή: παίζουμε μόνο για τους φίλους μας και αυτοί κόβουν εισιτήριο από υποχρέωση. Είχαμε σχεδόν την ίδια κίνηση με τις ημέρες που λειτουργούμε κανονικά. Τυχαία έπεφταν πάνω μας χάρη στο Google. Ας είναι. Δεν γράφουμε για τη δόξα, αλλά και η δόξα μας έχει γραμμένους. Σηκώνω τα στόρια και βλέπω το μαγαζί μισοκαμένο, σε πρωτοφανή αναστάτωση. Τρίβω τα μάτια από έκπληξη, η τηλεόραση είναι ανοιχτή. Βλέπω τον Ρουσόπουλο να κάνει ενημέρωση. Απέναντι μου είναι, στα τρία μέτρα, μας χωρίζει μόνο η οθόνη της τηλεόρασης. Τα μαλλιά του έχουν γκρίζες πινελιές πια, σα να πήρε το τσουλούφι της Παναγιωταρέα και το σκόρπισε στην ευφυή κεφαλή του. Σκέφτομαι πως ακόμα και αν ο χρόνος ήταν γενναιόδωρος και επέτρεπε στα μαλλιά του να διατηρήσουν το χρώμα της νιότης, εκείνος θα τα έβαφε γκρίζα. Ταιριάζει με αυτά που λέει, είναι το χρώμα όσων σκέφτεται. Δείχνει άνθρωπος που βιάζεται να γεράσει και αυτό με φοβίζει ακόμα περισσότερο για τις προθέσεις του. Τον ακούω με το στόμα ανοιχτό-από έκπληξη ή ασφυξία, δεν ξέρω ακόμα. Το μόνο που ξέρω είναι πως δεν τα λέει όλα, κρατάει βέλη στη φαρέτρα του, μυστικά τυλιγμένα στο μαντήλι του. Ναι, είναι πια πασιφανές, θα το ανακοινώσει σύντομα: ο Ελβις βάζει τις πυρκαγιές. Και η απειλή δεν είναι απλώς εσωτερική ή εξωτερική. Είναι εξωγήινη.