Saturday, September 15, 2007

Αναζητώντας έναν τίμιο άνθρωπο (κινέζικο παραμύθι)

Κάποτε ένας πολύ φτωχός άνθρωπος ζήλεψε και έκλεψε μία απλή πίπα. Τον πιάσανε όμως την ώρα που έκανε την κλεψιά και τον κλείσανε στη φυλακή. Έμεινε ξεχασμένος εκεί μέσα για πολλούς μήνες χωρίς δίκη, τόσο, που άρχισε να σκέφτεται με ποιο τρόπο θα μπορούσε να βγει. Να δραπευτεύσει δε μπορούσε, γιατί οι φύλακες ήταν πολλοί και τον φυλάγανε καλά. Δεν του’ μενε, λοιπόν, παρά η πονηριά. Μια μέρα παρακάλεσε κάποιο φύλακα να τον πάει στο βασιλιά.
- Και γιατί θες να δεις τον βασιλιά; ρώτησε ο φύλακας.
- Θέλω να του δώσω ένα θησαυρό πολύ σπάνιο, απάντησε ο κλέφτης.
Έτσι, τον οδήγησαν στην αυλή του βασιλιά.
- Τι θέλεις από μένα; τον ρώτησε ο βασιλιάς.
- Μεγαλειότατε, θέλω να σας προσφέρω ένα θησαυρό πολύ σπάνιο, απάντησε ο κλέφτης κι έβγαλε από την τσέπη του ένα κομματάκι χαρτί.
- Μα δεν είναι παρά ένα κουκούτσι από αχλάδι! Φώναξε ο βασιλιάς όταν το ξεδίπλωσε.
- Ναι, είναι μονάχα ένα κουκούτσι από αχλάδι, απάντησε ο κλέφτης, αλλά ένα σπάνιο είδος! Αν το φυτέψετε, θα γίνει δέντρο, και πάνω σ΄αυτό το δέντρο θα ωριμάσουν χρυσά αχλάδια.
- Και τότε γιατί δεν το φυτεύεις εσύ;
- Υπάρχει σοβαρός λόγος. Για να βγάλει τα χρυσά αχλάδια, πρέπει να φυτευτεί από κάποιον που δεν έκλεψε ποτέ και δεν είπε ψέμματα σε κανέναν. Διαφορετικά, θα βγάλει τα συνηθισμένα αχλάδια. Γι΄αυτό έφερε σε σας αυτό το κουκούτσι, γιατί σίγουρα δεν έχετε κλέψει, ούτε εξαπατήσει ποτέ κανέναν.
- Τι βλακείες μουρμούρισε ο βασιλιάς, ο οποίος θυμήθηκε ότι είχε κλέψει αρκετές φορές και εξαπατήσει φτωχούς χωριάτες με τη βαριά φορολογία.
- Εντάξει, τότε ας το φυτέψει ο υπουργός σας, αφού εσείς δεν με πιστεύετε.
- Εγώ δεν το πιστεύω και δεν θα το κάνω, γιατί απλά ο ίδιος είχε δωροδοκηθεί από πολλούς πολίτες.
- Εντάξει, ας το φυτέψει ο στρατηγός του βασιλικού στρατού, πρότεινε ο κλέφτης.
- Μα εγώ δεν κάνω καθόλου για κηπουρός, γιατί απλά κι αυτός είχε εξαπατήσει τους στρατιώτες του στην πληρωμή τους.
- Εντάξει, τότε ας δοκιμάσει ο ανώτατος δικαστής.
Αλλά, ούτε και ο δικαστής δέχτηκε, γιατί συνήθως έβγαζε τις αποφάσεις του ανάλογα με τα λεφτά που ο κόσμος του έδινε.
- Ας, το φυτέψει, επιτέλους, ο φύλακας των φυλακών.
- Δεν ασχολούμαι εγώ με τέτοια θέματα, γιατί και αυτός με τη σειρά του δεχόταν λεφτά από τους φυλακισμένους και κανόνιζε πόσο αυστήρα θα τους συμπεριφερόταν
Κι έτσι συνεχίστηκε η ιστορία για κάμποση ώρα. Οποιονδήποτε και να πρότεινε, αυτός έβρισκε μια δικαιολογία για ν΄αρνηθεί, γιατί δεν είχε καθαρή τη συνείδησή του.
Στο τέλος ο κλέφτης ξέσπασε σε γέλια:
- Όλοι σας, όποιοι και αν είστε, και δεν εξαιρώ κανέναν, κλέβετε, εξαπατάτε, λέτε ψέματα, αλλά κανένας δεν μπαίνει γι΄αυτά στη φυλακή. Ενώ εγώ, το μόνο που πήρα ήταν μια παλιά, σπασμένη πίπα, κι όμως έπρεπε να με κλείσουν γι΄αυτό μέσα.
Κι επειδή είναι παραμύθι, έχει όπως πάντα καλή κατάληξη, έτσι ο βασιλιάς άφησε ελεύθερο τον «τίμιο» κλέφτη!

Άντε λοιπόν, καλή ψήφο!