Thursday, October 05, 2006

Θα μου πεις, επιτέλους;



Εχω δει πολλά πτώματα, υποθέτω περισσότερα από όσα έχετε δει εσείς, εκτός και αν, αυτή τη στιγμή, βρίσκεται ανάμεσα μας κάποιος εργολάβος κηδειών. Οποιος έζησε από κοντά τον ταραχώδη διαμελισμό της πρώην Γιουγκοσλαβίας έχει δει μόνο σε λίγες μέρες, τόσα πτώματα, όσα θα αποκάλυπτε το πρώτο νεκροταφείο Αθηνών έτσι και το τίναζε κάποιος με τον τρόπο που απομακρύνεις τη σκόνη από μία κουβέρτα. Στο Σαράγεβο ήταν στο δρόμο, στο Ντουμπρόβνικ σε σωρούς, στη Σερβία απανθρακωμένα μέσα σε σχολεία και στην Πρίστινα παραχωμένα σε χαντάκια. Εχω δει τους γονείς μου νεκρούς, τρεις στενούς φίλους και έναν αξιοπρεπή αριθμό συγγενών και απλών γνωστών.

Εδώ μπορώ να αφήσω χώρο για να αποθέστε, εμβόλιμα, το κλισέ με αυτούς που είναι ήδη νεκροί και δεν το γνωρίζουν, μετά θα συναινέσω ως προς την ορθότητα της άποψής σας και το κουβάρι της συζήτησης θα συνεχίσει να τυλίγεται γύρω από άκαμπτα μέλη.

Ο πρώτος νεκρός που είδα, λοιπόν, ήταν ο πατέρας ενός φίλου, στα χρόνια του Δημοτικού. Μετά ήταν η σειρά του δικού μου πατέρα να με εξοικειώσει με την έννοια και το πρόσωπο του θανάτου, καθώς και με την ενοχική λύτρωση που επιφέρει ο τερματισμός μίας μακράς ασθένειας. Η δε μητέρα μου, ήταν το πρώτο, και τελευταίο προς το παρόν, πρόσωπο που μου έδωσε το δικαίωμα να κατεβάσω την αυλαία των ματιών της. Μάταια θα περιμένετε περιγραφές των αντανακλαστικών που ανέπτυξα στη θέα των πτωμάτων. Ο καρκίνος και ο πόλεμος είναι δύο φυσιολογικές καταστάσεις της ανθρώπινης ζωής που αφήνουν πίσω τους πτώματα. Απλώς ο πόλεμος δείχνει τα δόντια του με σωρούς, ενώ ο καρκίνος προτιμά τις στατιστικές. Είναι ένας κομψός τρόπος για να διαχειρίζεσαι το θάνατο, αλλά πριν από λίγους μήνες σώθηκαν όλοι οι άσοι από τα μανίκια μου.

Είδα το πτώμα μίας άγνωστης γυναίκας. Της αδερφής κάποιου στενού και αγαπημένου φίλου. Πέθανε νέα, στα 35 της, ο καρκίνος δεν σεβάστηκε ούτε τον καθρέφτη που αυτή η ωραία γυναίκα θα έφερνε συχνά μπροστά στο πρόσωπο της. Την είδα μέσα στο λευκό φέρετρο, μπροστά στο ιερό της επαρχιακής εκκλησίας. Απόκοσμα άσπρη και αυτή, με χείλη ψεύτικα και μάτια χάρτινα που έκλεισαν βιαστικά και ατημέλητα. Δεν ανταποκρίθηκα θετικά στο τοπικό έθιμο που απαιτούσε ασπασμό της νεκρής και ελαφρά υπόκλιση με σχηματισμό του σταυρού. Η ναυτία με απείλησε με σοβαρές πιθανότητες να με νικήσει. Και δεν έφταιγε το λιβάνι. Αποχώρησα ταραγμένος, δεν παρακολούθησα ούτε τη σκηνή της καθόδου στο μνήμα, μίας εικόνας που συνήθως με διεγείρει για τη θεατρική τραγικότητά της. Οδήγησα στην Αθήνα νευρικά, καταφεύγοντας σε πολύπλοκες συζητήσεις με τη συνοδό μου, μήπως και ρίξω συνηθισμένα χρώματα στο λευκό που αδίκως με καταδίωκε. Και όμως, εκείνη ήταν μόνη στο χώμα, εγώ ασφαλής στο τιμόνι, αλλά φαίνεται πως μία απροσδιόριστη εκκρεμότητα είχε ξεμείνει κάπου στο δρόμο. Εχω ονειρευτεί την ίδια εικόνα τρεις φορές. Και απαντώ με ένα σωρό πτωμάτων του Ντουμπρόβνικ, μόνο και μόνο για να επιδείξω τις αντοχές μου απέναντι στο θάνατο. Μάταια. Μία κυρία, που αυτήν την ώρα διεκπεραιώνει τις οδυνηρές διαδικασίες της αποσύνθεσης του κορμιού της, έχει κάτι μαζί μου, αλλά διστάζει να μου το πει.