Friday, February 02, 2007

Kαθημερινή ιστορία


Έδειχνε ότι θα ήταν μία Πέμπτη σαν όλες τις άλλες. Είχα να πληρώσω κάτι λογαριασμούς και να περάσω από το ταχυδρομείο για να παραλάβω ένα δέμα. Το να είσαι μόνος σου στο σπίτι είναι κάτι που προσθέτει, αφαιρεί και περιπλέκει τα πράγματα…

Αλλά ας συγκεντρωθώ καλύτερα σε αυτό που θέλω να μοιραστώ μαζί σας.

Είμαι λοιπόν στο ταχυδρομείο, όπου έχει αρκετό κόσμο και περιμένω υπομονετικά να έρθει η σειρά μου. Δίπλα μου κάθεται ένας ηλικιωμένος κύριος και δείχνει διάθεση για κουβέντα. Γρήγορα με παρασύρει, άλλωστε ήταν πολύ αγαπητός, αλλά λίγο θλιμμένος.

Γ.: Κορίτσι μου αν βιάζεσαι, πάρε τη δική μου σειρά!

Λ.: Όχι, εντάξει έχω χρόνο. Μπορώ ν΄αργήσω λίγο στο γραφείο σήμερα.

(Ρίχνει μία ματιά γύρω στον κόσμο και συνεχίζει…)

Γ.: Δυο λόγια στέλνω στην κόρη μου … Μοναχοκόρη. Σώνει και καλά να γίνει σχεδιάστρια. «Γιατί δε μαθαίνεις τη τέχνη της μάνας σου Μάρω μου, να’ χεις την πελατεία της έτοιμη»; «Τι λες ρε πατέρα μου», μου λέει. «Θέλω κάτι ανώτερο». Τι να κάνω, βλέπεις μοναχοπαίδι την είχαμε και δεν της χαλούσαμε χατίρι.

Λ.: Και έφυγε τελικά για το εξωτερικό;

Γ.: Ναι, πούλησα κάποια ακίνητα που είχαμε και τη στείλαμε στη Γαλλία. Της είπα όμως να τελειώσει γρήγορα και να γυρίσει πίσω, γιατί όταν τη γεννήσαμε και τη μεγαλώσαμε, δεν λογαριάζαμε να συμβεί αυτό.

(Δεν ξέρω αλλά το θλιμμένο βλέμμα αυτού του ανθρώπου δεν μου επέτρεπε να του φέρω καμία αντίρρηση, γιατί το «δεν λογαριάζαμε να συμβεί αυτό» η αλήθεια είναι πως μου έπεσε λίγο βαρύ!)

Λ.: Και μετά τι έγινε;

Γ.:Τέλειωσαν οι σπουδές της και μας γράφει ότι θέλει να κάνει καριέρα στο εξωτερικό. Και τι δεν έκανα να την συγκινήσω. Τι γράμματα, τι ποιηματάκια, τι φωτογραφίες οικογενειακές…της την στείλαμε. Καμία συγκίνηση, τίποτα. Μόνο μας έστειλε ένα γράμμα που έλεγε «πατέρα και μητέρα μην μπαίνετε εμπόδιο στα όνειρά μου»!

Λ.: Στην Ελλάδα όλα αυτά τα χρόνια δεν ήρθε;

Γ.: Λίγες φορές, στην αρχή που έφυγε για σπουδές. Όταν άρχισε να δουλεύει μας ξέχασε τελείως. Που και που κανένα τηλεφώνημα.

Λ.: Εσείς δεν σκεφτήκατε να πάτε να τη βρείτε;

Γ.: Τι λες κοπέλα μου! Είμαστε γέροι, άσε που η γυναίκα μου φοβάται τα αεροπλάνα. Αν τη χάσω κι αυτή, τι θα κάνω;

Λ.:….

Γ.:Τις προάλλες ψάχνοντας με τη γυναίκα μου κάτι πράγματα βρήκαμε τα πρώτα της παπουτσάκια. Της τα στείλαμε. «Που ξέρεις» είπε η γυναίκα μου, «μπορεί τώρα να συγκινηθεί και να θελήσει να μας δει». Προχθές, λοιπόν λαβαίνω ένα γράμμα, πολύ θυμωμένο! Μου έλεγε να σοβαρευτώ… Έτσι, λοιπόν, της στέλνω κι εγώ με τη σειρά μου ένα γράμμα, που της λέω ότι δεν θα ξαναγίνει αυτό και αν μπορεί τουλάχιστον να μας στείλει μία φωτογραφία της…


Αυτή η ιστορία πολύ με τάραξε…

Βγαίνοντας από το ταχυδρομείο, κάθισα σ΄ένα παγκάκι και άνοιξα το δέμα. Ξεφύλλισα το βιβλίο που είχα παραγγείλει, «Το βιβλίο της εξορίας», του Αντόνιο Μουνιόθ Μολίνα.

«…αρκετά πράγματα χάνει κανείς στη ζωή του για να μη φυλάει αυτά που του έμειναν».

Δεν ξέρω αλλά νομίζω ότι ταιριάζει ως φινάλε σ΄αυτή τη καθημερινή ιστορία!