Thursday, March 08, 2007

Oταν η λέξη «κακό» αφήνει μία γλυκιά γεύση


Στα «Φτερά του Έρωτα» του Βιμ Βέντερς, ξεχωρίζει μία σκηνή όπου ένας γέρος τριγυρίζει στη δυτική πλευρά του Τείχους φωνάζοντας, “…που είναι η Potsdamer Platz…”. Η πλατεία βρισκόταν θαμμένη ακριβώς κάτω από τα πόδια του.

Σήμερα, 16 χρόνια μετά την Πτώση του Τείχους, του ισχυρότερου συμβόλου του Ψυχρού Πολέμου, υπάρχει ένα φουτουριστικό μοντέλο το οποίο βγαίνει απ΄ευθείας από την «Μητρόπολη» του Fritz Lang. H βία της ιστορικής αλλαγής παρήγαγε καινούργιες εικόνες. Είναι μία πόλη project, μία διαρκώς μεταβαλλόμενη προσωρινότητα αλλά και προσωπικότητα.

Οι πολύ νεότερες γενιές δεν μπορούν να φανταστούν, τις νεκρές ζώνες και τη ρουτίνα στην επί Τείχους πόλη. H Ανατολική Γερμανία κατέρρευσε εκ των έσω, χωρίς να πάρει είδηση κανείς την ηχώ από την εσωτερική έκρηξη.

Το Τείχος εξαφανίστηκε από τη συλλογική συνείδηση. Το καθεστώς του υπαρκτού σοσιαλισμού βρισκόταν από καιρό σε πλήρη σήψη, χωρίς λεφτά και χωρίς προοπτική ανάκαμψης. Στα τέλη του ’89 ο Χόνεκερ φαινόταν αποφασισμένος να ξεπουλήσει το Τείχος όσο όσο, παρόλο που συνέχιζε να λέει ότι όσα χρόνια και αν περάσουν αυτό θα στέκεται ακόμη.

Τον Απρίλιο του ’88 ήμουν στο Δυτικό Βερολίνο με το πρόγραμμα Erasmus.

Ένα βράδυ παρακολούθησα μία συναυλία jazz μουσικής, με μουσικούς από το Ανατολικό Βερολίνο. Είχε ήδη αρχίσει η χαλάρωση των περιορισμών στα ταξίδια των Ανατολικογερμανών, είχε ήδη ξεκινήσει το ξεπούλημα!

Ο έρωτας μεταξύ εμού και του Ματίας, μουσικού στα πλήκτρα, ήταν κεραυνοβόλος. Τις επόμενες δύο μέρες που παρέμεινε ο Ματίας στο Δυτικό Βερολίνο τις περάσαμε μαζί. Όταν έφυγε του υποσχέθηκα ότι σύντομα θα πήγαινα. Βλέπετε εκτός από ερωτευμένη ήμουν ιδιαίτερα περίεργη με την κατάσταση που επικρατούσε εκεί. Στο φτωχό μου μυαλό φάνταζε ένας μύθος, είχα ακούσει πολλά για το καθεστώς από γονείς και φίλους! Πήρα άδεια λοιπόν για προσωρινή παραμονή δύο ημερών. Πέρασα έλεγχο από το περιβόητο Τσεκ Πόιντ Τσάρλι. Μου έκαναν σωματικό έλεγχο, έψαξαν τα πράγματά μου και με υποχρέωσαν σε οικονομική ανταλλαγή, ένα μεγάλο ποσό δυτικών μάρκων σε ανατολικά. Ήμουν στην Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας. Με το πιο σκληρό κομμουνιστικό καθεστώς του ανατολικού μπλοκ (έτσι τουλάχιστον νόμιζα, ήρθε όμως αργότερα η Ρουμανία να με διαψεύσει).

Περίμενα ότι θα θαμπωθώ, αντί αυτού όμως τρόμαξα! Τεράστια γκρίζα κτίρια υπήρχαν παντού, οι δρόμοι ήταν άδειοι, στο βλέμμα των περαστικών ήταν ευδιάκριτος ο δισταγμός και ο φόβος, τα όργανα της τάξης ήταν ιδιαίτερα βλοσυρά και αγενή. Μελαγχόλησα, γιατί όσα είχα διαβάσει, όσα είχα ακούσει, όσα είχα φανταστεί ξεπερνούσαν κάθε όριο. Ένιωθα παντού την απουσία σε επιλογές, την φτώχεια σε αληθινή τέχνη, το έλλειμμα όχι τόσο την οικονομία αλλά στην ελευθερία.

Φιλοξενήθηκα από τον Ματίας σ΄ένα κρύο και υγρό δώμα. Έκπληξη μου προκάλεσε η εξομολόγησή του, ότι ενώ είχε τη δυνατότητα να μείνει στο Δυτικό Βερολίνο (ήταν πολύ γνωστός μουσικοσυνθέτης και παραγωγός) προτίμησε να μείνει στο Ανατολικό. Δεν ήταν σύμφωνος με το καθεστώς αλλά δεν του άρεσε και η ζωή στη Δύση (έτσι αποκαλούσε το δυτικό κομμάτι). Ο ίδιος ένιωθε ελεύθερος στο χώρο του, στη μουσική που δημιουργούσε. Η δουλειά του ίδιου είχε υποστεί λογοκρισία και σίγουρα τον ενοχλούσε αλλά μήπως και από την άλλη πλευρά τα πράγματα δεν ήταν τελικά τόσο διαφορετικά;

«Σίγουρα είναι ανυπόφορο να ζεις σε μια χώρα που δεν υπάρχει χιούμορ, αλλά ανυπόφο είναι να ζεις σε μια χώρα, όπου το χιούμορ είναι αναγκαίο».

«Είναι ύποπτο να γίνεται πολύς λόγος για ελευθερία. Για να μιλάει κάποιος για ελευθερία, σημαίνει ότι τον χτυπάει το παπούτσι. Σπάνια θα ακούσετε ανθρώπους με καλά παπούτσια να λένε συνεχώς πόσο ελαφριά είναι, πως τους έρχονται κουτί, ότι δεν τους στενεύουν… Όσο θα κάνουμε αυτή τη βιοποριστική ζωή, ανά πάσα στιγμή μπορεί να προκύψει δίψα για ελευθερία»

Βertold Brecht, «Συνομιλίες φυγάδων»