Τα τελευταία δύο χρόνια μένω κοντά στους γονείς μου. Η μάνα μου προχθές με πήρε τηλέφωνο και μου είπε να περάσω από το σπίτι γιατί είχε κάτι καλό! Τα ξέρω εγώ τα «καλά» της μάνας μου. Θα είχε πάλι πειραματιστεί σε καμία καινούργια συνταγή. Θεωρεί δεδομένο ότι αφού μένω πια κοντά τους πρέπει τρώω από το δικό τους φαγητό. Έτσι, κάθε φορά που φτιάχνει τη σπεσιαλιτέ της, μου στέλνει αυτό το στερεότυπο μήνυμα!
Συνήθως, ακολουθεί η δική μου γκρίνια, «ωχ, ρε μάνα είμαι κουρασμένη, θα βγω έξω, έχω χοντρύνει κάνω δίαιτα κ.λπ». Και κάθε φορά εγώ πηγαίνω στο σπίτι τους και εκπλήσσομαι με τις μαγειρικές της ικανότητες. Θα μπορούσα να πω ότι είναι μία τακτική. Βλέπετε το φαγητό είναι η αφορμή γι΄ αυτούς, ώστε να με βλέπουν συχνά.
Πέρασα λοιπόν από το πατρικό σπίτι και περίμενα να μου σερβιριστεί το φαγητό. Με περίμενε όμως μία έκπληξη. Η μάνα μου με πλησίασε μ΄ένα πονηρό ενθουσιασμό στο βλέμμα, κρατώντας μία κοτσίδα. Τη δική μου κοτσίδα!
Έτσι απλά στο χέρι της κρατούσε όλο το «πριν» μου, τα παιδικά μου χρόνια. Πολύ με τάραξε αυτό το παρελθόν. Πολύ με αναστάτωσαν τούτα τα τσουλούφια που πετάγονταν έξω από την πλεξούδα. Την πήρα δειλά στα χέρια μου και τη χάιδεψα.
Μ’ αυτή την κοτσίδα, πρωτοείπα κάποτε δεν θέλω, έπαιξα κρυφτό και κυνηγητό. Από αυτή την κοτσίδα με τράβηξε δυνατά ο πρώτη μου αγάπη (ξέρετε εκείνες οι παιδικές αγάπες που εκφράζονται με πειράγματα και ξύλο), με αυτή την κοτσίδα υπερήφανα αντιτάχθηκα στις φωνές και τις τιμωρίες των γονιών μου.
Συνέχισα να την χαϊδεύω…
…γιατί πρώτη φορά μου δόθηκε η ευκαιρία να χαϊδέψω μία ανάμνηση!