Εντάξει, μπήκε ο Μάιος, ο ωραιότερος μήνας για κάποιους. Πλησιάζει το καλοκαίρι, η ωραιότερη εποχή για άλλους. Κοντοζυγώνει το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος, παρέα με την υστερία, για το που θα πάμε και αν θα γυρίσουμε αρκούντως μαυρισμένοι πίσω.
Τι ωραία, τι ακατάστατα τραγουδιέται όλη αυτή η χαρά από τη φύση, από τα πουλιά, κοτσύφια και αηδόνια, κάθε πρωί έξω από τα παράθυρα μας! Θαρρείς ότι όλα τα θαυμάσια πράγματα γίνονται τούτη την εποχή (εκτός από την αλλεργία)…
Συνήθως το πρωί που ξυπνώ δεν θυμάμαι το όνειρο ή τα όνειρα που κατέγραψε την προηγούμενη νύχτα ο εγκέφαλος μου. Όμως, το σημερινό πρωινό αυτές, οι επίμονες πρωινές φωνές των κοτσυφιών στο παραθύρι μου φαίνεται ότι εισχώρησαν, να πω καλύτερα σφηνώθηκαν, στον εγκέφαλο και δημιούργησαν ένα αστείο όνειρο.
Βρέθηκα, λέει, πάνω στα καλώδια μιας κολώνας της ΔΕΗ. Προφανώς το θέαμα που παρουσίαζα ήταν πολύ αστείο, να πω καλύτερα γελοίο, καθώς προσπαθούσα να κρατήσω ισορροπία. Στην άκρη του καλωδίου ήταν συγκεντρωμένα πουλιά, τα οποία προφανώς ήταν ενοχλημένα από την «έντονη» παρουσία μου. Όταν πια κόντευα να πέσω, ένα πουλί με πλησίασε, μάδησε ένα φτερό από το σώμα του και μου το κόλλησε πάνω στο δικό μου σώμα. Γρήγορα κατάλαβε ότι μ΄ένα τόσο δα φτερό δεν σώζεται η κατάσταση και έτσι έτρεξε στην παρέα του και ζήτησε ενισχύσεις. Σε λίγη ώρα το σώμα μου ήταν γεμάτο με δανεικά φτερά. Το αρχικό πουλί με πλησίασε, προτρέποντας μου να πετάξω, αλλά εγώ δεν σάλευα. Ήταν όλο το σώμα μου μουδιασμένο. Ξαφνικά, βρέθηκα να έχω την τύχη του Ίκαρου, χωρίς όμως να έχω την φιλοδοξία να πετάξω, μήτε και τη δόξα του βέβαια.
Πέτα, πέτα μου φώναζαν όλα τα πουλιά, αλλά εγώ εκεί…
Περίμενα να ξημερώσει και να κατέβω ασφαλής από το όνειρο, στη σκάλα που μου είχε στήσει η πραγματικότητα…
Τι ωραία, τι ακατάστατα τραγουδιέται όλη αυτή η χαρά από τη φύση, από τα πουλιά, κοτσύφια και αηδόνια, κάθε πρωί έξω από τα παράθυρα μας! Θαρρείς ότι όλα τα θαυμάσια πράγματα γίνονται τούτη την εποχή (εκτός από την αλλεργία)…
Συνήθως το πρωί που ξυπνώ δεν θυμάμαι το όνειρο ή τα όνειρα που κατέγραψε την προηγούμενη νύχτα ο εγκέφαλος μου. Όμως, το σημερινό πρωινό αυτές, οι επίμονες πρωινές φωνές των κοτσυφιών στο παραθύρι μου φαίνεται ότι εισχώρησαν, να πω καλύτερα σφηνώθηκαν, στον εγκέφαλο και δημιούργησαν ένα αστείο όνειρο.
Βρέθηκα, λέει, πάνω στα καλώδια μιας κολώνας της ΔΕΗ. Προφανώς το θέαμα που παρουσίαζα ήταν πολύ αστείο, να πω καλύτερα γελοίο, καθώς προσπαθούσα να κρατήσω ισορροπία. Στην άκρη του καλωδίου ήταν συγκεντρωμένα πουλιά, τα οποία προφανώς ήταν ενοχλημένα από την «έντονη» παρουσία μου. Όταν πια κόντευα να πέσω, ένα πουλί με πλησίασε, μάδησε ένα φτερό από το σώμα του και μου το κόλλησε πάνω στο δικό μου σώμα. Γρήγορα κατάλαβε ότι μ΄ένα τόσο δα φτερό δεν σώζεται η κατάσταση και έτσι έτρεξε στην παρέα του και ζήτησε ενισχύσεις. Σε λίγη ώρα το σώμα μου ήταν γεμάτο με δανεικά φτερά. Το αρχικό πουλί με πλησίασε, προτρέποντας μου να πετάξω, αλλά εγώ δεν σάλευα. Ήταν όλο το σώμα μου μουδιασμένο. Ξαφνικά, βρέθηκα να έχω την τύχη του Ίκαρου, χωρίς όμως να έχω την φιλοδοξία να πετάξω, μήτε και τη δόξα του βέβαια.
Πέτα, πέτα μου φώναζαν όλα τα πουλιά, αλλά εγώ εκεί…
Περίμενα να ξημερώσει και να κατέβω ασφαλής από το όνειρο, στη σκάλα που μου είχε στήσει η πραγματικότητα…