Γράφω από το αεροδρόμιο της Βουδαπέστης. Ο νέος φίλος μου, ο Εντμοντ από την Αλβανία, κάτοχος διπλωματικού διαβατηρίου, πίνει μπύρες και χαζεύει πυγμαχία στο Eurosport. Του λέω πως γράφω ένα post για το blog. Μου λέει πως αυτά είναι μαλακίες και συμπληρώνει πως είμαστε ηλίθιοι, οι μοναδικοί άνδρες που δεν βάλαμε γυναίκα στο shoping basket μας από τη Μολδαβία. Του λέω πως οι ωραίες Μολδαβές είναι στην Ελλάδα. «Εγώ είμαι στην Αλβανία ρε μαλάκα» μου λέει σε μία έκλαμψη άπταιστων ελληνικών.
Κι΄ όμως, σήμερα το πρωί στη Μολδαβία είδα μία γυναίκα που έκανε τα σάλια μου να αφήνουν ίχνη σαν τα ψίχουλα του Κοντορεβιθούλη. Και ήταν στην αγκαλιά Ελληνα.
Στο Κισινάου, που λέτε, έχει ανέβει ένας Ελληνας που δεν άντεξε τη ζωή στο Μαϊάμι και πόθησε το φρέσκο και φθηνό γυναικείο κρέας. Στο κέντρο της πόλης άνοιξε το καφέ «Opa», το μοναδικό μέρος στη Μολδαβία με γύρο, σουβλάκια, μουσακά και φραπέ. Αν οι γκαρσόνες του ήταν στην Ελλάδα θα είχαν κλείσει σπίτια. Αλλά είναι εκεί στο δικό του. Και οι τέσσερις. Με 250 ευρώ το μήνα έκαστη. Full Service, εννοείται. Τα πάντα. Στο πεζοδρόμιο, έξω από το καφέ, συχνάζουν οι δέκα Ελληνες που ζουν στο Κισινάου. Ενας εξ αυτών είχε στην αγκαλιά του το πλάσμα. Ο διάβολος με μίνι και στενό μπλουζάκι. Σπεύδω να του αποδώσω έναν έπαινο. «Ελα ρε, αν είχαμε γνωριστεί χθες θα σου την έστελνα στο δωμάτιο, σιγά το πράγμα...» Αυτομάτως ενεργοποιείται ο μηχανισμός που με αποτρέπει από κουτουλιές στο πλησιέστερο δέντρο και πείθω τον εαυτό μου ότι δεν έχασε και τίποτα που απέφυγε να επισκεφθεί το καφέ την προηγούμενη μέρα. Ο τύπος το λέει επειδή γνωρίζει ότι σε δύο ώρες φεύγω. Αλλά ο τσόγλανος είναι σαδιστής. Μου πασάρει την κάρτα του, γράφει επάνω έναν αριθμό κινητό και μου λέει, με το απαραίτητο νόημα, πως την επόμενη φορά που θα βρεθώ στην πόλη πρέπει να του τηλεφωνήσω.
Το στόμα μου ρουφάει το φραπέ και τα μάτια μου τη Μολδαβή. «Μεγάλε πιο δύσκολο είναι να βρεις εδώ φραπέ παρά γκόμενα...» λέει ο μάγκας. Και η γκόμενα χαμογελάει, αποπνέοντας αυτό το σοβιέτ άρωμα. Η Μολδαβία έχει απίστευτες γυναίκες, αλλά μυρίζουν σοβιετίλα. Βλέπεις, ας πούμε, την άλλη στις οκτώ το πρωί με κατακόκκινο φόρεμα και γόβες και ψάχνεις και εσύ το αυγό σου να τσουγκρίσεις.
Ο Βιτάλι, ένας 29χρονος κούκλος, κατά τη γνώμη μου, λέει πως οι ωραίες γκόμενες έχουν έπαρση, κάνουν βίζιτες και βγάζουν σε ένα βράδυ όσα θα βγάλει αυτός σε ένα μήνα. «Τις μισώ τις πουτάνες και να ξέρεις ότι δεν το κάνουν για φαγητό πια, αλλά για να πάρουν ακριβό αυτοκίνητο και να έρχονται στην Αθήνα στα μπουζούκια.» Του λέω πως δεν πρέπει να είναι τόσο αυστηρός, πως είναι οι πολιτικές και συνθήκες που εξωθούν τα κορίτσια στην πορνεία. «Ελα ρε, και στην Αθήνα ίδιες θα είναι, απλά θα παίρνουν πιο πολλά και δεν καταλαβαίνεις πως στα τρώνε.» Επιμένω πως λέει μαλακίες, πως τα πράγματα δεν είναι έτσι. Μετά μου αποκαλύπτει ότι η αδελφή του στην αρχή έκανε βίζιτες στην Αθήνα, μετά τα έφτιαξε με έναν σουβλατζή, τον παντρεύτηκε, χώρισαν και του πήρε το εστιατόριο. «Εσείς και οι Τούρκοι είστε μαλάκες φίλε...»