Thursday, July 12, 2007

Ποτέ ξανά στη Μελβούρνη



Δεν θέλω να θυμάμαι τη Μελβούρνη. Ούτε θέλω να ξαναπάω. Δεν αντέχω να ακούω οτιδήποτε για τη Μελβούρνη. Δεν σκοπεύω να σας μεταφέρω εντυπώσεις γιατί, πολύ απλά, προσπαθώ να τις θάψω. Το ίδιο θα κάνατε και εσείς, πιστέψτε με.

Στην πόλη πέρασα υπέροχα, έστω και αν έμεινα 24 ώρες. Μέχρι που ήρθε η ώρα της αναχώρησης. Είμαστε στο αεροδρόμιο της Μελβούρνης και το αεροπλάνο μας περιμένει για να πετάξουμε στο Τόκιο. Θα ήταν η πρώτη νύχτα μας στο αεροπλάνο και ο καθένας έπρεπε να συνηθίσει το σπίτι του, κοινώς τις δύο πολυθρόνες πρώτης θέσης που του αναλογούσαν.

Στο αεροδρόμιο της Μελβούρνης κατάλαβα ότι έχω χάσει το διαβατήριο μου. Ξαναδιαβάστε το. Εχασα το διαβατήριο μου. Με όλες τις βίζες. Ποιος τις γαμεί τις βίζες; Δεν έχω διαβατήριο. Είναι Σαββατόβραδο και το αεροπλάνο φεύγει σε τρεις ώρες.
Τηλεφώνησα στον Ελληνα πρόξενο. «Βρες ένα ανοιχτό φαρμακείο. Αυτά συνήθως έχουν και μηχάνημα που βγάζει φωτογραφίες. Βγάλε δύο φωτογραφίες και εμείς ανοίγουμε το προξενείο.»
Βγήκα τρέχοντας έξω, στις αφίξεις του αεροδρομίου. Βούτηξα μέσα σε ένα ταξί όπως κάνουν στις ταινίες. Μόνο σε ταινία θα μπορούσε να συμβεί αυτό. Του εξήγησα πολύ απλά ότι θα πάρει αρκετά χρήματα αν με πάει γρήγορα σε ένα φαρμακείο για φωτογραφίες και μετά στο ελληνικό προξενείο. Μου απάντησε με βαριεστημένο ύφος ότι είναι Σαββατόβραδο και δεν θα βρούμε φαρμακείο. Του είπα ότι θα βρούμε. Βρήκαμε μετά από μισή ώρα. Αλλά έκλεινε. Είπα στον Κινέζο ιδιοκτήτη πως είναι ζήτημα ζωής και θανάτου. Μου είπε πως αν επιμείνω θα τηλεφωνήσει στην αστυνομία. Μπήκα πάλι στο ταξί. Ο ταξιτζής, Κινέζος και αυτός, ισχυρίστηκε πως δεν υπάρχει άλλο φαρμακείο με φωτογραφικό μηχάνημα που να διανυκτερεύει. Τηλεφώνησα στο προξενείο. Μου είπαν να πάω από εκεί και να ξηλώσουμε όσες ταυτότητες και διαπιστεύσεις κουβάλαγα μήπως και μας κάνει καμιά φωτογραφία. Καμία δεν ήταν κατάλληλη. Ηθελα να ουρλιάξω. Είπα κάτι κακό για την Παναγία και πέταξα, με δύναμη, το πορτοφόλι μου πάνω στο πορτρέτο του Κώστα Καραμανλη. Δεν ξέρω ποιος έκανε το θαύμα. Η Παναγία ή ο Καραμανλής; Από το διαλυμένο πορτοφόλι μου έπεσαν δύο παλιές φωτογραφίες ταυτότητας. Ναι, μας κάνουν! Βγάζουμε διαβατήριο; Όχι βέβαια! Διότι το μηχάνημα χάλασε. Ηταν Σάββατο και πίσω στην πατρίδα, στο υπουργείο Εξωτερικών, δεν ήταν κανείς τεχνικός για να δώσει οδηγίες. Βρήκαμε το κινητό κάποιου τεχνικού. Ηταν κλειστό. Και εμείς δεν μπορούμε να βγάλουμε διαβατήριο. Ο Κινέζος ταξιτζής υπενθύμισε πως το ταξίμετρο γράφει. Του είπα κάτι για τη μάνα του, στα ελληνικά φυσικά. Εχω τις φωτογραφίες, έχω το προξενείο, έχω το κόκκινο βιβλιαράκι, αλλά δεν μπορούμε να το κάνουμε διαβατήριο. Δεν υπήρχε άλλη λύση. Ο άνθρωπος του προξενείου έβγαλε από το συρτάρι ένα χαρτί. «Θα σου βγάλω ένα laisser
passér, είναι τα χαρτιά που παίρνουν οι πολίτες για να επιστρέψουν στην πατρίδα τους» Τον διέκοψα. Τι να το κάνω; Να γυρίσω στην Ελλάδα; Εν ανάγκη θα περίμενα μέχρι τη Δευτέρα και μετά θα έβρισκα τη Φλόγα στη Σεούλ. «Δεν κατάλαβες αγόρι μου» είπε ο προξενικός υπάλληλος και συμπύκνωσε μέσα σε λίγες λέξεις το απαύγασμα της διπλωματικής και νομικής σκέψης. «Αυτή τη στιγμή εγώ εκπροσωπώ το ελληνικό κράτος και έχω μπροστά μου έναν πολίτη. Εκδίδω ένα lesse passé για να επιστρέψει ο πολίτης στο σπίτι του. Καμία αρχή, όμως, δεν μπορεί να υποδείξει στο ελληνικό κράτος πως θα στείλει έναν πολίτη πίσω στην πατρίδα. Ως ελληνικό κράτος αποφασίζω, λοιπόν, να σε στείλω στην Ελλάδα μέσω Ιαπωνίας, Κορέας, Κίνας, Ινδίας, Αιγύπτου, Ν. Αφρικής, Βραζιλίας, Μεξικού, ΗΠΑ, Καναδά, Βελγίου. Οποια συνοριακή αρχή αμφισβητήσει την απόφαση μου θα πρέπει να την τεκμηριώσει νομικά και σε πληροφορώ ότι δεν μπορεί να το κάνει εύκολα!»
Αργότερα από το υπουργείο Εξωτερικών μου εξήγησαν ότι αυτό το lesse
passé που βλέπετε πρέπει να είναι μοναδικό στα παγκόσμια διπλωματικά χρονικά. Το έβαλα στην τσέπη και πήγα στο αεροδρόμιο. Οι Αυστραλοί είπαν ότι «κάποιος με μια φωτοτυπία θέλει να μπει στο αεροπλάνο της φλόγας». Μπήκα, φυσικά. Και ήπια μισό μπουκάλι ουίσκι εν πτήση προς Τόκιο. Υποτίθεται ότι εκεί θα έβγαζα διαβατήριο. Υποτίθεται. Διότι εκεί έμαθα ότι ποτέ δεν πρέπει να μαλώνεις με έναν πρέσβη. Κάποτε μπορεί να τον χρειαστείς. Στο Τόκιο είχα ξαναπάει πριν από τρία χρόνια. Και δεν είχα αποκομίσει τις καλύτερες των εντυπώσεων από τον Ελληνα πρέσβη. Σε λίγες ώρες θα εμφανιζόμουν μπροστά στην εξοχότητά του, ζητώντας ένα καινούργιο διαβατήριο...