Η Κυριακή στο Τόκιο ξεκίνησε ποτισμένη από μία τροπική καταιγίδα. Εγώ ήμουν μούσκεμα από τον ιδρώτα. Αϋπνος, και ελαφρώς μεθυσμένος. Στάθηκα στον έλεγχο διαβατηρίων έτοιμος να ξεδιπλώσω το δράμα μου. Είχα προετοιμαστεί τόσο καλά που ήμουν βέβαιος ότι ο Ιάπωνας αστυνομικός όχι μόνο θα επιδείκνυε κατανόηση, αλλά θα με ρωτούσε αν έχω φακό, στυλό, μπρελόκ ή κουκλάκι για να αγοράσει. Το μόνο που μου ζήτησε ήταν πέντε λεπτά. Πήρε το κουρελόχαρτο που του έδωσα (βλ. προηγούμενη δημοσίευση) και έφυγε προς άγνωστη κατεύθυνση. Επέστρεψε χαμογελαστός και με υποδέχθηκε στην Ιαπωνία. Ο Ελληνας πρέσβης, όμως, δεν είχε την ίδια διάθεση. Μήπως θυμήθηκε μία μικρή διένεξη που είχαμε προ τριετίας; Δεν τόλμησα να ρωτήσω. Τον πλησίασα στην πίστα του αεροδρομίου. Αυτός κρατούσε ομπρέλα, εγώ αισθανόμουν πως είχα ένα σύννεφο που βρέχει μόνο εμένα.
«Εχασα το διαβατήριό μου…»
«Λυπάμαι. Τι θέλεις να κάνω τώρα εγώ;»
«Μα να μου βγάλετε ένα καινούργιο…»
«Κυριακάτικα; Δεν πας καλά!»
«Και εγώ τι να κάνω;»
«Ξέρω εγώ; Πήγαινε στη Σεούλ να βγάλεις!»
Ο κ. πρέσβης μιλούσε με την ευχέρεια ενός ανθρώπου που σε λίγους μήνες έπαιρνε σύνταξη και αδιαφορούσε για την πιθανή καταγγελία που θα έκανε ένα ταπεινό γυφτάκι.
Αποφάσισα πως θα ασχολούμουν εκ νέου με το θέμα τα ξημερώματα της επομένης, στη Σεούλ. Είχα δει το Τόκιο κατά το πρόσφατο παρελθόν, αλλά τι μπορείς να έχεις μάθει για μία μακρινή πόλη στην οποία έμεινες μόλις για μία εβδομάδα; Ο συνοδοιπόρος μου, ο Μ., με έβγαλε από το αδιέξοδο. «Ρε μαλάκα κοίτα αυτή τη γκόμενα! Λες να είναι Ελληνίδα;» Μπορεί να ήμασταν στο Τόκιο, αλλά θα ήταν σχετικά δύσκολο, ως αδύνατο, μία μελαχρινή με μεγάλα μάτια, δακρυσμένα από συγκίνηση και ελληνική σημαιούλα στο χέρι, να είναι Γιαπωνέζα. Εγώ τον ρώτησα αν ήταν ηλίθιος. Δεν ήταν. Πήγε από δίπλα, η κοπέλα μύρισε άρωμα από την πατρίδα και σε μισή ώρα ήμασταν μαζί της στο τρένο ακούγοντας πως είναι να δουλεύεις ως σχεδιάστρια μόδας στο Τόκιο. Περίεργη πόλη. Μπορεί να ξεγελάσει το ενδιαφέρον σου επειδή είναι διαφορετική από αυτά που ξέρεις, αλλά γρήγορα θα σε κουράσει. Ισως το αξιοθέατο να είναι οι άνθρωποι της. Αυτοί που ζουν σε σπιρτόκουτα, στριμώχνονται στο μετρό σαν σαρδέλες και όταν συναχώνονται φορούν μάσκα για να μην μεταδώσουν το μικρόβιο. Είναι αχανής πόλη και πυκνοκατοικημένη. Σαν να βλέπεις την Κυψέλη με παγόδες. Επίσης ο Φερεντίνος έχει δίκαιο: ο Γερμανός και τα Multirama δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τα αντίστοιχα γιαπωνέζικα μαγαζιά. Καλύτερα, μάλιστα, να μη ψωνίσετε από εκεί καθώς το μενού στις περισσότερες συσκευές παρέχεται μόνο σε ιδεογράμματα. Το φαί είναι εξαιρετικό, ακόμα και αν σιχαίνεστε το σούσι, όπως εγώ, θα βρείτε ενδιαφέροντες μεζέδες, αρκεί να αφήσετε τα παπούτσια έξω από το εστιατόριο. Αν μείνετε σε κεντρικό πολυτελές ξενοδοχείο επισκεφθείτε την τουαλέτα πριν το ζητήσει ο οργανισμός σας: χρειάζεστε λίγο χρόνο για να καταλάβετε τι ακριβώς κάνουν τα κουμπιά στη λεκάνη. Ασφαλώς και είναι ακριβή πόλη, ειδικά για προϊόντα που εμείς θεωρούμε αυτονόητα-ένα μπουκάλι ελαιόλαδο Αλτις κόστιζε 40 ευρώ.
Εκείνη την Κυριακή έβρεχε όλη μέρα. Εγώ έβρεχα το στόμα μου με γιαπωνέζικη μπύρα ακούγοντας τη σχεδιάστρια μόδας να μιλάει για την καθημερινότητα στο Τόκιο. Ενδιαφέρον, αλλά η ιδέα της έλλειψης διαβατηρίου τρύπαγε με χιλιάδες καρφίτσες το μαξιλαράκι του εφησυχασμού μου. Νωρίς το πρωί της επομένης θα γινόμουν ο πρώτος Ελληνας, υποθέτω, που ξεκίνησε από το Τόκιο και πήγε στη Σεούλ για να βγάλει διαβατήριο…
«Εχασα το διαβατήριό μου…»
«Λυπάμαι. Τι θέλεις να κάνω τώρα εγώ;»
«Μα να μου βγάλετε ένα καινούργιο…»
«Κυριακάτικα; Δεν πας καλά!»
«Και εγώ τι να κάνω;»
«Ξέρω εγώ; Πήγαινε στη Σεούλ να βγάλεις!»
Ο κ. πρέσβης μιλούσε με την ευχέρεια ενός ανθρώπου που σε λίγους μήνες έπαιρνε σύνταξη και αδιαφορούσε για την πιθανή καταγγελία που θα έκανε ένα ταπεινό γυφτάκι.
Αποφάσισα πως θα ασχολούμουν εκ νέου με το θέμα τα ξημερώματα της επομένης, στη Σεούλ. Είχα δει το Τόκιο κατά το πρόσφατο παρελθόν, αλλά τι μπορείς να έχεις μάθει για μία μακρινή πόλη στην οποία έμεινες μόλις για μία εβδομάδα; Ο συνοδοιπόρος μου, ο Μ., με έβγαλε από το αδιέξοδο. «Ρε μαλάκα κοίτα αυτή τη γκόμενα! Λες να είναι Ελληνίδα;» Μπορεί να ήμασταν στο Τόκιο, αλλά θα ήταν σχετικά δύσκολο, ως αδύνατο, μία μελαχρινή με μεγάλα μάτια, δακρυσμένα από συγκίνηση και ελληνική σημαιούλα στο χέρι, να είναι Γιαπωνέζα. Εγώ τον ρώτησα αν ήταν ηλίθιος. Δεν ήταν. Πήγε από δίπλα, η κοπέλα μύρισε άρωμα από την πατρίδα και σε μισή ώρα ήμασταν μαζί της στο τρένο ακούγοντας πως είναι να δουλεύεις ως σχεδιάστρια μόδας στο Τόκιο. Περίεργη πόλη. Μπορεί να ξεγελάσει το ενδιαφέρον σου επειδή είναι διαφορετική από αυτά που ξέρεις, αλλά γρήγορα θα σε κουράσει. Ισως το αξιοθέατο να είναι οι άνθρωποι της. Αυτοί που ζουν σε σπιρτόκουτα, στριμώχνονται στο μετρό σαν σαρδέλες και όταν συναχώνονται φορούν μάσκα για να μην μεταδώσουν το μικρόβιο. Είναι αχανής πόλη και πυκνοκατοικημένη. Σαν να βλέπεις την Κυψέλη με παγόδες. Επίσης ο Φερεντίνος έχει δίκαιο: ο Γερμανός και τα Multirama δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτα από τα αντίστοιχα γιαπωνέζικα μαγαζιά. Καλύτερα, μάλιστα, να μη ψωνίσετε από εκεί καθώς το μενού στις περισσότερες συσκευές παρέχεται μόνο σε ιδεογράμματα. Το φαί είναι εξαιρετικό, ακόμα και αν σιχαίνεστε το σούσι, όπως εγώ, θα βρείτε ενδιαφέροντες μεζέδες, αρκεί να αφήσετε τα παπούτσια έξω από το εστιατόριο. Αν μείνετε σε κεντρικό πολυτελές ξενοδοχείο επισκεφθείτε την τουαλέτα πριν το ζητήσει ο οργανισμός σας: χρειάζεστε λίγο χρόνο για να καταλάβετε τι ακριβώς κάνουν τα κουμπιά στη λεκάνη. Ασφαλώς και είναι ακριβή πόλη, ειδικά για προϊόντα που εμείς θεωρούμε αυτονόητα-ένα μπουκάλι ελαιόλαδο Αλτις κόστιζε 40 ευρώ.
Εκείνη την Κυριακή έβρεχε όλη μέρα. Εγώ έβρεχα το στόμα μου με γιαπωνέζικη μπύρα ακούγοντας τη σχεδιάστρια μόδας να μιλάει για την καθημερινότητα στο Τόκιο. Ενδιαφέρον, αλλά η ιδέα της έλλειψης διαβατηρίου τρύπαγε με χιλιάδες καρφίτσες το μαξιλαράκι του εφησυχασμού μου. Νωρίς το πρωί της επομένης θα γινόμουν ο πρώτος Ελληνας, υποθέτω, που ξεκίνησε από το Τόκιο και πήγε στη Σεούλ για να βγάλει διαβατήριο…