Wednesday, July 11, 2007

Down under


Την πρώτη φορά που επισκέφθηκα το Σίδνεϊ ταξίδεψα όπως μία σαρδέλα που πιάστηκε σε δίχτυα στην Αργεντινή και έρχεται στην Ελλάδα για να γίνει μεζές στη Νέα Μάκρη. Στριμωγμένος στην οικονομική θέση της Ολυμπιακής, χωρίς τσιγάρο και ζωτικό χώρο για τα πόδια. Το ταξίδι διαρκεί 24 ώρες και μόνο όσοι το έχουν επιχειρήσει μπορούν να ποτίσουν τα κόκαλά τους με την ίδια κούραση. Πήγα το 2000 για τους Ολυμπιακούς Αγώνες και έμεινα δύο εβδομάδες. Πήγα και το 2004 για τους Αγώνες της Αθήνας και έμεινα τρεις μέρες. Ακολουθώ την Ολυμπιακή Φλόγα στην παγκόσμια λαμπαδηδρομία που διοργάνωσε η Αθήνα. Ταξιδεύω με ένα θηριώδες Boeing 747 που, σε εκείνη την πτήση, έχει δέκα επιβάτες. Η φλόγα θα έρθει μετά από τρεις μέρες με ένα δεύτερο Boeing, το επίσημο, το αεροπλάνο που θα γίνει σπίτι μου τις επόμενες 25 μέρες. Τώρα, όμως, ταξιδεύω με το βοηθητικό. Πρακτικά αυτό σημαίνει πως κάνω τσιγάρο στη λούφα, βουτάω σε μία πολυθρόνα πρώτης θέσης, καταπίνω μισό Hypnosedon και ξυπνάω όταν οι ρόδες του αεροπλάνου ακουμπούν στο Κολόμπο της Σρι Λάνκα. Εμειναν άλλες δώδεκα ώρες πτήσης και άλλο μισό χάπι. Εσβησα μία ολόκληρη μέρα από το ημερολόγιο της ζωής μου όντας σε κωματώδη κατάσταση, αλλά έφτασα στο Σίδνεϊ τόσο γρήγορα, όσο χρειάζομαι για να πάω μέχρι το περίπτερο της γειτονιάς μου.


Το Σίδνεϊ πρέπει να είναι η ομορφότερη πόλη του κόσμου. Λες και ζευγάρωσε η Νέα Υόρκη με το Λονδίνο, αλλά το παιδί μοιάζει πολύ στο Σαν Φραντζίσκο. Εφτασα νύχτα μετά από 24ωρο ύπνο. Ευτυχώς και τα μπαρ που θυμόμουν είχαν αϋπνίες. Επί τρεις μέρες ήμουν ένας τυφλοπόντικας υποδυόμενος το πιστό σκυλί ομογενών που ξέρουν να στύβουν τη νύχτα για να σου σερβίρουν το απόσταγμα της, ό,τι και αν αυτό περιέχει. Αν πάτε στο Σίδνεϊ προτιμήστε τον Ιούνιο. Είναι φθινόπωρο, δεν υπάρχουν τουρίστες, η πόλη είναι χαλαρή και σας υποδέχεται με παντόφλες. Η φλόγα μας, πάντως, έγινε δεκτή με ενθουσιασμό. Και να, λοιπόν, το Γυφτάκι, ένα κρύο πρωινό του Ιουνίου στέκεται μπροστά στα σκαλιά της όπερας. Ναι, είναι το Γυφτάκι που σνομπάρει το πατριωτικό κιτς και αδιαφορεί για τα σύμβολα, του αρέσει να τα χλευάζει. Το Γυφτάκι κρυώνει, κρατάει ένα πλαστικό ποτήρι με καυτό καφέ, αλλά γεύεται τα δάκρυα που τρέχουν από τα μάτια του. Στα σκαλιά της όπερας είναι μία παιδική χορωδία και τραγουδάει «Της δικαιοσύνης ήλιε νοητέ». Δύο χιλιάδες άνθρωποι, Ελληνες της ομογένειας όλοι, εισβάλλουν κακόηχα και αυθαιρέτως στον κήπο που έφτιαξαν τα λόγια και η μελωδία. Τραγουδούν και αυτοί. Εγώ δακρύζω. Αν ήξερα, όμως, τι θα μου συμβεί την επομένη, στη Μελβούρνη, θα έκλαιγα με λυγμούς χτυπώντας την άθλια κεφαλή μου στα ντουβάρια της όπερας...